ΟΑΣΗ

Η ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΙΣΤΙΑ

Είδαν οι βεδουίνοι το αστέρι
να ξεπροβάλλει σαν το μάτι της Αστάρτης,
μέσ’ απ’ της πυρωμένης νύχτας τα μαγνάδια.
Έκαιγ’ η άμμος, κι ο δρόμος ήταν δύσκολος,
κι η όαση ένα όνειρο, μακριά κρυμμένο.

Τα στυλωμένα στ’ άστρα μάτια
σπιθίζουν μ’ αγωνία και ελπίδα,
με δάκρυ ελπίδα αναμιγμένη και ιδρώτα.
Βήμα με κόπο, αργά το ένα πόδι σέρνει τ’ άλλο,
βουβή πορεία μεσ’ στους αμμολόφους,
σαν λιτανεία που την οδηγεί ένα αστέρι.

Νάτη ! Ξεχώρισε η πρώτη φοινικιά! 
Μπροστά στα έκπληκτα των βεδουίνων μάτια,
θροΐζει ανάλαφρα η ψηλή κορμοστασιά της 
στου φεγγαριού το ασημένιο φώς.
Να την αγγίξουνε τα χέρια προσπαθούν
τρεμάμενα, μα κείνη χάνεται σαν νέφος.
Μιάς οπτασίας πλάνη ήταν μόνο!
Τα χέρια υψώνονται αργά στον ουρανό,
στα ροζιασμένα δάχτυλα να πιάσουν τ’ άστρο,
κουράγιο απ’ τη λάμψη του να πάρουν.

Σαν να μην έχει αυτός ο δρόμος τέλος,
κι η νύχτα είναι απέραντη 
σαν την τραχιά ζωή, ή σαν το μαύρο θάνατο.
Μα μέσ’ στην ανελέητη έρημο
οι βεδουίνοι ακόμη προχωρούν.
Η όαση πέρα απ’ την αυταπάτη τους καλεί,
εκεί που δείχνει τ’ ασημένιο άστρο,
εκεί που συνορεύει η ζωή κι ο θάνατος! 

1972
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΡΟΣΟΣ
(ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ)

oasi

Αφήστε μια απάντηση