Ν. Τανάλιας: Είναι άνθρωποι ελληνικοί τούτοι οι «πατριώτες»;
Ααρών Αβουρί ή Κώστας Σημίτης (ΠαΣοΚ),
Κωστάκης Καρ-άμαν-αλής (ΝΔ),
Τζέφρυ Τσαντ ή Γιωργάκης Α. Παπανδρέου (ΠαΣοΚ),
Δαυίδ Δαυίδοβ ή Λουκάς Παπαδήμος (ΕΚΤ),
Μπεν Χιράμ ή Αντωνάκης Σαμαράς (ΝΔ),
Μπεν Σαβί ή Γιάννης Στουρνάρας (ΝΔ) και
΄Αξελ Σίπρα ή Axel Cipra (ΣυΡιζΑ).Καλό μήνα (Τρίτη 1 Απριλίου 2014)!
***
Λαμόγιο ήταν κυρίως ο αβανταδόρος, ο δήθεν παίκτης και συνεργάτης του παπατζή, που υποκρινόταν ότι παίζει, για να προσελκύσει ευκολότερα τα θύματα.
Η λέξη χρησιμοποιείται εδώ και χρόνια, για να περιγράψει τον διεφθαρμένο πολιτικό, τον απατεώνα και τον υπόγειο τύπο, που μετέρχεται ύπουλα, παράνομα ή ανήθικα μέσα, για αποκτήσει χρήματα ή εξουσία.
Στον αγώνα Παναθαναϊκού – Εργοτέλη (22/10/2011) στο ΟΑΚΑ, αναρτήθηκε πανό, που έγραφε «Πολιτικοί λαμόγια, βουλή των βολεμένων. Θα σας πνίξει η οργή των εξεγερμένων».
Ο διαιτητής διέκοψε για 8 λεπτά τον αγώνα, προκειμένου να κατέβει το πανό, επικαλούμενος ότι προσβάλει το φίλαθλο πνεύμα. Ήταν στα αλήθεια υβριστικό;
Η λέξη «λαμόγιο» χρησιμοποιείται πολλά χρόνια στα ελληνικά και προέρχεται από την αργκό, αν και η ετυμολογία της παραπέμπει σε ισπανική, ή ιταλική λέξη.
Το λαμόγιο πότε κέρδιζε, δείχνοντας έτσι ότι ο παπατζής είναι κορόιδο και προσελκύοντας αυτούς που ήθελαν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και πότε έχανε, διαλέγοντας πάντα το λάθος φύλλο, ενώ ήταν πασιφανές ότι ο «παπάς» ήταν άλλος.
Με αυτόν τον τρόπο, τα υποψήφια θύματα που έβλεπαν τον παπά να είναι σε εμφανή θέση και το «λαμόγιο» να χάνει, έριχναν τα λεφτά τους με μεγάλη ευκολία στον «παπά» και φυσικά έχαναν, αφού συνήθως «παπάς» ήταν το τρίτο φύλλο.
Ο Νίκος Τσιφόρος αναφέρεται συχνά στα ευθυμογραφήματά του στα «λαμόγια» με αυτό τον τρόπο.
Η λέξη επίσης χρησιμοποιείται με τον ίδια έννοια στον Καπετανάκη και τον Ηλία Πετρόπουλο, πάντα σε θηλυκό γένος και μόνο σαν χαρτοπαικτικός όρος, που σημαίνει «ο στημένος παίκτης, που γδέρνει το κορόιδο»
Η ετυμολογία
Οι γνώμες για την ετυμολογία της λέξης «λαμόγιο», διίστανται. Η πιθανότερη ερμηνεία είναι, ότι προέρχεται από το ιταλικό έναρθρο ουσιαστικό «la moglie» (πρφ.: λα μόγιε – μτφ.: η σύζυγος).
Όταν κάποιος Ιταλός χαρτοπαίκτης κέρδιζε και ήθελε να φύγει από το τραπέζι για να μη ξαναχάσει, φώναζε δήθεν φοβισμένος, «la moglie, la moglie», (λαμόγιε…), ότι, δήθεν, τον έψαχνε η γυναίκα του, έπαιρνε βιαστικά τα χρήματα και έφευγε τρέχοντας (την έκανε λαμόγιο δεν τηρούσε, δηλαδή, τις υποσχέσεις του).
Αυτή η σατιρική έκφραση έφτασε στην Ελλάδα, ενώ ξεχάστηκε στην Ιταλία και τη χρησιμοποιούμε για να προσδιορίζουμε τον ασυνεπή και τον μικροαπατεώνα.
Με βάση μια άλλη ερμηνεία, η λέξη προέρχεται από την αργκό του Μπουένος Άιρες, το πλουσιότατο «λουνφάρδο» και είναι σκέτο μόγια, που σημαίνει λαδιά, απάτη, πονηριά, εξαπάτηση. Το άρθρο la προστέθηκε αργότερα στα ελληνικά, για να μοιάζει πιο ισπανικό ή ξενόφερτο.
Τέλος, σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη, σημαίνει φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω («Την κάνω λαμόγια»).