Μα τέλος πια σαν έφτασαν εκεί που καρτερούσαν οι πιο πολλοί και δυνατοί, τριγύρο πυκνωμένοι στον άξιο του Τυδέα γιο, παρόμιοι σα λιοντάρια, ή σαν κάπρια άγρια π’ αχαμνή δεν είναι η δύναμη τους, στάθηκε εκεί και χούγιαξε η κρουσταλλόκορφη Ήρα μιασμένη σαν το Στέντορα πούχε φωνή χαλκένια και τόσο μόνος φώναζε σαν άλλους ως πενήντα « Ντροπής, Αργίτες! Άνατροι, φανταχτεροί στα κάλλη. Ομηρος, Ιλιάδα Ε 780-787*
Ο Μιχαήλ Άγγελος ούτε ανόητος ούτε άσχετος ήταν και λάξευσε έτσι τον Μωυσή…
*Βλ.:Αλφειός Ποταμός: Ο Μωυσής είχε κέρατα
*ἔνθα στᾶσ’ ἤϋσε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
Στέντορι εἰσαμένη μεγαλήτορι χαλκεοφώνῳ,
ὃς τόσον αὐδήσασχ’ ὅσον ἄλλοι πεντήκοντα·
αἰδὼς Ἀργεῖοι κάκ’ ἐλέγχεα εἶδος ἀγητοί·
ὄφρα μὲν ἐς πόλεμον πωλέσκετο δῖος Ἀχιλλεύς,
οὐδέ ποτε Τρῶες πρὸ πυλάων Δαρδανιάων
οἴχνεσκον· κείνου γὰρ ἐδείδισαν ὄβριμον ἔγχος·
νῦν δὲ ἑκὰς πόλιος κοίλῃς ἐπὶ νηυσὶ μάχονται.