ΠΙΝΔΑΡΟΥ ΟΛΥΜΠΙΌΝΙΚΟΣ, ΙΕΡΩΝΙ ΣΥΡΑΚΟΥΣΙῼ ΚΕΛΗΤΙ

ΑΛΦΕΙΟΡΡΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Pindar_frontispiece_West_WelstedΙΕΡΩΝΙ ΣΥΡΑΚΟΥΣΙῼ ΚΕΛΗΤΙ

ἄριστον μὲν ὕδωρ ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ
ἅτε διαπρέπει νυκτὶ μεγάνορος ἔξοχα πλούτου:
εἰ δ’ ἄεθλα γαρύεν
ἔλδεαι, φίλον ἦτορ, 5

μηκέθ’ ἁλίου σκόπει
[10] ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον ἐρήμας δι’ αἰθέρος,
μηδ’ Ὀλυμπίας ἀγῶνα φέρτερον αὐδάσομεν:
ὅθεν ὁ πολύφατος ὕμνος ἀμφιβάλλεται
σοφῶν μητίεσσι, κελαδεῖν 10

Κρόνου παῖδ’ ἐς ἀφνεὰν ἱκομένους
μάκαιραν Ιέ̔ρωνος ἑστίαν,
θεμιστεῖον ὃς ἀμφέπει σκᾶπτον ἐν πολυμάλῳ
[20] Σικελίᾳ, δρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν,
ἀγλαΐζεται δὲ καὶ 15

μουσικᾶς ἐν ἀώτῳ,
οἷα παίζομεν φίλαν
ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν. ἀλλὰ Δωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου
λάμβαν’, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις
[30] νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν, 20

ὅτε παρ’ Ἀλφεῷ σύτο, δέμας
ἀκέντητον ἐν δρόμοισι παρέχων,
κράτει δὲ προσέμιξε δεσπόταν,
Συρακόσιον ἱπποχάρμαν βασιλῆα. λάμπει δέ οἱ κλέος
ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ: 25

τοῦ μεγασθενὴς ἐράσσατο γαιάοχος
[40] Ποσειδᾶν, ἐπεί νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθὼ
ἐλέφαντι φαίδιμον ὦμον κεκαδμένον.
ἦ θαυματὰ πολλά, καί πού τι καὶ βροτῶν φάτις ὑπὲρ τὸν ἀλαθῆ λόγον
δεδαιδαλμένοι ψεύδεσι ποικίλοις* ἐξαπατῶντι μῦθοι30

Χάρις δ’, ἅπερ ἅπαντα τεύχει τὰ μείλιχα θνατοῖς,
[50] ἐπιφέροισα τιμὰν καὶ ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν
ἔμμεναι τὸ πολλάκις:
ἁμέραι δ’ ἐπίλοιποι
μάρτυρες σοφώτατοι. 35

ἔστι δ’ ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά: μείων γὰρ αἰτία.
υἱὲ Ταντάλου, σὲ δ’, ἀντία προτέρων, φθέγξομαι,
[60] ὁπότ’ ἐκάλεσε πατὴρ τὸν εὐνομώτατον
ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον,
ἀμοιβαῖα θεοῖσι δεῖπνα παρέχων, 40

τότ’ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι
δαμέντα φρένας ἱμέρῳ* χρυσέαισί τ’ ἀν’ ἵπποις
ὕπατον εὐρυτίμου ποτὶ δῶμα Διὸς μεταβᾶσαι,
ἔνθα δευτέρῳ χρόνῳ
[70] ἦλθε καὶ Γανυμήδης 45

Ζηνὶ τωὔτ’ ἐπὶ χρέος.
ὡς δ’ ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ ματρὶ πολλὰ μαιόμενοι φῶτες ἄγαγον,
ἔννεπε κρυφᾶ τις αὐτίκα φθονερῶν γειτόνων,
ὕδατος ὅτι σε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν
μαχαίρᾳ τάμον κάτα μέλη, 50

[80] τραπέζαισί τ’, ἀμφὶ δεύτατα, κρεῶν
σέθεν διεδάσαντο καὶ φάγον.
ἐμοὶ δ’ ἄπορα γαστρίμαργον μακάρων τιν’ εἰπεῖν. ἀφίσταμαι.
ἀκέρδεια λέλογχεν θαμινὰκακαγόρους.
εἰ δὲ δή τιν’ ἄνδρα θνατὸν Ὀλύμπου σκοποὶ 55

ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος: ἀλλὰ γὰρ καταπέψαι
μέγαν ὄλβον οὐκ ἐδυνάσθη, κόρῳ δ’ ἕλεν
[90] ἄταν ὑπέροπλον, ἅν οἱ πατὴρ ὑπερκρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον,
τὸν αἰεὶ μενοινῶν κεφαλᾶς βαλεῖν εὐφροσύνας ἀλᾶται.
ἔχει δ’ ἀπάλαμον βίον τοῦτον ἐμπεδόμοχθον, 60

μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον, ἀθανάτων ὅτι κλέψαις
ἁλίκεσσι συμπόταις
[100] νέκταρ ἀμβροσίαν τε
δῶκεν, οἷσιν ἄφθιτον
θῆκαν. εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει. 65

τοὔνεκα προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν
μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος.
πρὸς εὐάνθεμον δ’ ὅτε φυὰν
[110] λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον.
ἑτοῖμον ἀνεφρόντισεν γάμον 70

Πισάτα παρὰ πατρὸς εὔδοξον Ἱπποδάμειαν
σχεθέμεν. ἐγγὺς ἐλθὼν πολιᾶς ἁλὸς οἶος ἐν ὄρφνᾳ
ἄπυεν βαρύκτυπον
Εὐτρίαιναν: ὁ δ’ αὐτῷ
πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη. 75

[120] τῷ μὲν εἶπε: “φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ’ εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν
τέλλεται, πέδασον ἔγχος Οἰνομάου χάλκεον,
ἐμὲ δ’ ἐπὶ ταχυτάτων πόρευσον ἁρμάτων
ἐς Ἆλιν, κράτει δὲ πέλασον.
ἐπεὶ τρεῖς τε καὶ δέκ’ ἄνδρας ὀλέσαις 80

ἐρῶντας ἀναβάλλεται γάμον
[130] θυγατρός. ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει.
θανεῖν δ’ οἷσιν ἀνάγκα, τί κέ τις ἀνώνυμον
γῆρας ἐν σκότῳ καθήμενος ἕψοι μάταν,
ἁπάντων καλῶν ἄμμορος; ἀλλ’ ἐμοὶ μὲν οὗτος ἄεθλος 85

ὑποκείσεται: τὺ δὲ πρᾶξιν φίλαν δίδοι.”
ὣς ἔννεπεν: οὐδ’ ἀκράντοις ἐφάψατ’ ὦν ἔπεσι. τὸν μὲν ἀγάλλων θεὸς
[140] ἔδωκεν δίφρον τε χρύσεον πτεροῖσίν τ’ ἀκάμαντας ἵππους.
ἕλεν δ’ Οἰνομάου βίαν παρθένον τε σύνευνον:
τέκε τε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμαότας υἱούς. 90

νῦν δ’ ἐν αἱμακουρίαις
ἀγλααῖσι μέμικται,
Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς,
[150] τύμβον ἀμφίπολον ἔχων πολυξενωτάτῳ παρὰ βωμῷ. τὸ δὲ κλέος
τηλόθεν δέδορκε τᾶν Ὀλυμπιάδων ἐν δρόμοις 95

Πέλοπος, ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται*
ἀκμαί τ’ ἰσχύος θρασύπονοι:
ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον*
ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν
[160] ἀέθλων γ’ ἕνεκεν. τὸ δ’ αἰεὶ παράμερον ἐσλὸν 100

ὕπατον ἔρχεται παντὶ βροτῶν. ἐμὲ δὲ στεφανῶσαι
κεῖνον ἱππίῳ νόμῳ
Αἰοληΐδι μολπᾷ
χρή: πέποιθα δὲ ξένον
μή τιν’, ἀμφότερα καλῶν τε ἴδριν ἁμᾷ καὶ δύναμιν κυριώτερον, 105

τῶν γε νῦν κλυταῖσι δαιδαλωσέμεν ὕμνων πτυχαῖς.
[170] θεὸς ἐπίτροπος ἐὼν τεαῖσι μήδεται
ἔχων τοῦτο κᾶδος, Ιέ̔ρων,
μερίμναισιν: εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι,
ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι 110

σὺν ἅρματι θοῷ κλεΐξειν, ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων
[180] παρ’ εὐδείελον ἐλθὼν Κρόνιον. ἐμοὶ μὲν ὦν
Μοῖσα καρτερώτατον βέλος ἀλκα τρέφει:
ἐπ’ ἄλλοισι δ’ ἄλλοι μεγάλοι. τὸ δ’ ἔσχατον
κορυφοῦται βασιλεῦσι. μηκέτι πάπταινε πόρσιον. 115

εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις
ὁμιλεῖν, πρόφαντον σοφίᾳ καθ’ Ἕλλανας ἐόντα παντᾷ.

…………………………………………………….

Πρώτο μες σ’ όλα το νερό, και το χρυσάφι
σαν μες στη νύχτα λαμπερή φωτιά,
περίσσια ξεχωρίζει
απ’ τους μεγαλοδύναμους τους θησαυρούς.
Μ’ αν, ω ψυχή μου, αγώνες λαχταράς
να ψάλεις, μη ζητάς άλλο άστρο την ημέρα
απο τον ήλιοα φλογερότερο
μέσα στον έρημον αιθέρα
μηδ’ απ’ της Ολυμπίας άλλον πιο τρανό
αγώνα θα’χομε να πούμε απ’ όπου
ο ύμνος ο μυριολάλητος
στις φρένες περιχύνεται των ποιητών
κι έρχουνται να δοξολογήσουν
το γιό του Κρόνου, εδώ στην πλούσια
του Ιέρωνα κι ευτυχισμένη εστία
που κυβερνά στη Σικελία την πολυπρόβατη
το σκήπτρο της δικαιοσύνης
τρυγώντας όλων τις κορφές των αρετών,
μα ξέρει και να χαίρεται
τ’ άνθη των τραγουδιών,
καθώς του παίζομε συχνά
γύρω στα φιλικά του εμείς τραπέζια.
Μα έλα ξεκρέμνα απ’ το καρφί
τη δωρική τη λύρα σου, αν η δόξα
της Ολυμπίας και του Φερένικου
τοου νού σου σ’ έγνιες έριξε γλυκύτατες,
όταν χυμούσε στ’ Αλφειού πλάι στις όχτες
ακέντητο στο δρόμο δίνοντας κορμί
κι οδήγαε τον αφέντη του στη νίκη
τον ιππόθροφο Συρακόσιο βασιλιά.
Και λάμπ’ η δόξα του στην πολυφήμιστη
την αποικία του λυδού Πέλοπα,
που ο παντοδύναμος τον ερωτεύτηκε
ο κοσμοζώστης Ποσειδώνας
γιατί απο την καθαρή λεκάνη του λουτρού
τον έβγαλε ωριοφάνταχτο η Κλωθώ
με ξέλαμπρον ελεφαντένιο νώμο.
Θαύματ’ αλήθεια είναι πολλά,
και κάποιυ κι όσα οι άνθρωποι ιστορούνε
έξω απο κάθε αλήθειας βγαίνουν νόημα.
Τα παραμύθια, με λογής λογής
ψέματα ξεμπολιασμένα, μας ξεγελούνε

Η τέχνης, που χαρίζ’ η χάρη της
όλα που των ανθρώπων τη ζωή γλυκαίνουν,
δίνει τιμή και κάνει τα πιό απίστευτα
πολλές φορές να τα πιστεύουν
μα έρχουνται οι μέρες οι κατοπινές
αλάθευτα να μαρτυρήσουν την αλήθεια.
Για τους θεούς ταιριάζει ο άνθρωπος
όλο καλά θα’ναι ο κίντυνος.
Γιέ του Ταντάλου, μα για σένα εγώ θα πώ
τα ενάντια απο τους πριν: πώς όταν
προσκάλεσε ο πατέρας σου στο Σίπυλο
σ’ ευσεβέστατο δείπνο τους θεούς
το φίλεμά τους αντιμεύοντας κι αυτός,
σ’ άρπαξε τότε ο Λαμπροτρίαινος
απο τον έρωτά σου δαμασμένος
κι απάνω στα χρυσά του αλόγατα σ’ ανέβασε
στα ουράνια δώματα του ύψιστου Δία,
όπου και γι’ αυτόν ήρθε σ’ υστερώτερους καιρούς
για το ίδιο χρέος κι ο Γανυμήδης.
Κι έτσι ως καθώς έγινες άφαντος
και πίσω στη μητέρα σου δε σ’ έφεραν,
όσο και να σε γύρεψαν παντού,
είπ’ ευτύς κάποιος απ’ τους φτονερούς
κρυφά γειτόνους, πώς με σε νερό που κόχλαζε
σε δυνατή φωτιά σε κόψανε
λιανίζοντας τα μέλη με μαχαίρι
και στα στερνά μεράσαν στα τραπέζια ολόγυρα
και φάγανε τα κρέατά σου.

Μα εγώ, δεν είναι τρόπος για να πώ
κανέν’ απ’ τους θεούς λιμάρη
μακριά απο μέ! κέρδος αζήλευτο
τους βλάστημους συχνά τους περιμένει.
Αν κάποιο απ’ τους θνητούς τιμήσανε
οι κύριοι του Ολύμπου, ήταν ο Τάνταλος αυτός
μα όμως δεν το δυνάστηκε
την τόση του ευτυχία να χωνέψει
κι απ’ την αχορταγιά του έσυρ’ επάνω του
συμφορά δίχως γλιτωμό,
το βράχο εκείνο τον τρανό,
που απάνωθέ του κρέμασε ο Δίας πατέρας,
κι όλο την έγνια του έχοντας
πώς να τον αποφύγει απ’ το κεφάλι του,
μακριά απο τη χαρά πλανιέται.

Και την αλύτρωτη έχει αυτή ζωή
παντοτεινά, μυριοτυραγνισμένη
μ’ αυτό και μ’ άλλα τρία παιδέματα,
γιατ’ έκλεψε απο τους αθάνατους
κι έδωσε σ’ ομοτράπεζους συντρόφους του
το νέχταρ και την αμβροσία,
που αθάνατο μ’ αυτά τον έκαμαν
μα όποιος ελπίζει πως κρυφό απο το θεό
θα μείνει ό,τι να κάμει, βγαίνει γελασμένος
γι’ αυτό του στείλανε και οι αθάνατοι
πίσω το γιό του, ανάμεσα ξανά
στους άλλους τους λιγόζωους τους ανθρώπους.
Κι αυτός, όταν κοντά στα ολόανθα νιάτα του
το πρώτο χνούδι μαύριζε στα μάγουλά του,
γάμο έτοιμο στο νου του αναμελέτησε:

Απ’ τον Πισάτη τον πατέρα της
την ξακουστή Ιπποδάμεια να κερδίσει.
Κι ήρθε στην αφροκύματη κοντά τη θάλασσα
μονάχος, μες στη σκοτεινιά της νύχτας
κι έκραζε το βαρύχτυπο το Λαμπροτρίαινο
κι αυτός στα πόδια μπρος του φανερώθηκε
κι εκείνος του’πε: “Έλα, κι αν έχουνε
καμιά για σένα χάρη, Ποσειδώνα,
τα δώρα τ’ ακριβά της Κύπριδας,
στόμωσε το κοντάρι του Οινομάου το χάλκινο
και μένα με το γρηγορώτερο άρμα σου
πήγαινέ με στην Ήλιδα
και ρίξε με στην αγκαλιά της νίκης
γιατί δεκατρείς ήρωες μνηστήρες σκότωσε
ως τώρα κι όλο αναβάλλει το γάμο
της κόρης του μα ο μέγας κίντυνος
δεν πιάνει τους δειλόκαρδους τους άντρες.
Αφού έτσι κι έτσι ανάγκη να πεθάνομε,
γιατί να κάθεται κανείς στη σκοτεινιά,
κι άδικα τ’ άδοξά του γηρατειά να βράζει
ξένος απ’ όλα τα καλά;
Μα εγώ θα πάρω απάνω μου τον άθλο αυτό
και σύ πιά δίνε καλά τέλη”.
Έτσ’ είπε, ουδέ τον άγγιξε
μ’ άκαρπα λόγια και για να τον δοξάσει
του’δωκε δίφρον ο θεός χρυσό
κι ακαταπόνετα γοργόφτερ’ άτια

Και νίκησε τη δύναμη του Οινόμαου
και πήρε για γυναίκα του την κόρη,
που έξη του γέννησε βασιλικούς βλαστούς
στην αντρειοσύνη ξακουστούς.
Τώρα λαμπρές θυσίες νεκρικές
στ’ Αλφειού δέχεται γερμένος την ποριά
έχοντας τύμβο μυριοσύχναστο
πλάι στον κοσμοπλημμύριστο βωμό.
Κι η δόξα λάμπει απο μακριά του Πέλοπα
στους στίβους των Ολυμπιάδων,
όπου τα πόδια συνερίζουνται τα γρήγορα
και της θρασύμαχης αντρείας ο αθέρας,
που όποιος νικά σ’ όλη του την επίλοιπη ζωή
έχει γλυκιά σα μέλι γαληνιά
όσο γι αγώνες γιατί ένα καλό
που βαστά πάντα μέρα με τη μέρα
είναι το πιό μεγάλο τ’ αγαθό
για τον καθ’ άνθρωπο. Κι εγώ
πρέπει το νικητή να στεφανώσω αυτόν
μ’ αιολικό, στον ίππειο νόμον, άσμα.
Και βέβαιος είμαι πως κανένα σαν κι αυτόν,
πού, σύγκαιρα, και του καλού την γνώση να’χει
και να’ναι και στη δύναμη τρανύτερος
– όσο απ’ τους τωρινούς- δε θα στολίσουν
των ύμνων μου οι λαμπρές πτυχές.
Ένας Θεός, που είναι προστάτης σου,
δουλειά του κάνοντάς το έχει την έγνια
για όσα στο νού σου μελετάς, Ιέρωνα,
κι αν δεν σε παρατήσει γρήγορα
κι ακόμα πιο γλυκύτερη ελπίζω νίκη
μ’ άρμα γοργό να υμνήσω, βρίσκοντας
το δρόμο βολικό για τα τραγούδια
κάτω στο Κρόνιο το προσήλιο που θα’ρθώ
γιατί για μένα θρέφει η Μούσα
το βέλος το γερώτερο σε δύναμη
πάλι άλλοι σ’ άλλα είναι μεγάλοι,
μ’ απ’ όλες τη (ν) ψηλότερη κορφή
κρατούνε οι βασιλιάδες.
Μη ζητάς πιο μακριά να δείς,
άμποτε τούτη τη ζωή
και σύ έτσι πάντα να πατάς ψηλά
και γώ να στέκω ωστόσο πλάι
σε κείνους που νικούν και να’μαι για την τέχνη μου
πρόφαντος μέσα σ’ όλη την Ελλάδα.

http://el.wikisource.org/wiki/%CE%A0%CE%AF%CE%BD%CE%B4%CE%B1%CF%81%CE%BF%CF%82

http://de.wikipedia.org/wiki/Epinikia_(Pindar)

 

640px-Pindar_statue

Αφήστε μια απάντηση