ΠΟΜΠΗΪΑ
Πρόκειται διά μίαν ακόμη Ελληνικήν αποικίαν, κτισμένην στις ακτές της Καμπανίας στις αρχές του – 5ου αιώνος, 35 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Βεζουβίου. Είναι μέχρι στιγμής άγνωστη η Ελληνική της ονομασία και έμεινε στην ιστορίαν με το τελευταίον όνομά της, το οποίον της εδόθη προς τιμήν του Πομπήϊου τον – 1ον αιώνα, αφού ήδη είχε περιέλθει στα χέρια των Ρωμαίων από τον – 3ον αιώνα.
Η εύφορη γή, η οποία την περιέβαλε και το καλόν της κλίμα, συνετέλεσαν στο να γίνει ένα από τα Ρωμαϊκά θέρετρα και να αναπτυχθεί σε έκτασιν και πληθυσμόν, πλησιάζοντας, κατά τους υπολογισμούς των αρχαιολόγων, στην περίοδον της ακμής της, περίπου τους 30.000 κατοίκους.
Η Πομπηΐα φιλοξενούσε πολλούς εύπορους Ρωμαίους και είχε την φήμην μίας πλούσιας, εύθυμης και πολυσύχναστης πόλεως, γεμάτης από επαύλεις, αγορές, δημόσια κτήρια και ναούς.
Το 62 η πόλις συνεταράχθη από ισχυρόν σεισμόν, ο οποίος κατέστρεψεν αρκετά κτήρια, οι κάτοικοί της όμως την ανοικοδόμησαν, χωρίς να γνωρίζουν το ζοφερόν μέλλον, το οποίον διεγράφετο δι’ αυτήν.
Δεκαεπτά έτη αργότερον, στις 14 Αυγούστου του 79, η ισχυρότατη έκρηξις του ηφαιστείου του Βεζουβίου, εσήμανε το δραματικόν τέλος της πόλεως, θάπτοντάς την κάτω από τα προϊόντα της εκρήξεως (πέτρες, κίσσηριν, τέφραν και λάβαν) σε ένα στρώμα συνολικού πάχους 6 έως 7 μέτρων.
Πολλοί από τους κατοίκους της, δεν πρόλαβαν να διαφύγουν και βρήκαν τραγικόν τέλος από τις δηλητηριώδεις ηφαιστειακές αναθυμιάσεις ή εγκλωβισμένοι στα ερείπια, όπου τους ευρήκε ο ποταμός του μάγματος.
21/4/2014
ΒΑΣΙΛΗΣ ΔΡΟΣΟΣ
(ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ)