Η «Συνθήκη- Δύο- συν- Τέσσερις» επισφράγισε την επανένωση της Γερμανίας, οι γαλλικές οικονομικές και πολιτικές ελίτ ωστόσο δέχθηκαν να υπογράψουν τη Συνθήκη Επανένωσης της Γερμανίας μόνον υπό το όρο μιας περαιτέρω εμβάθυνσης των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Με επιφυλάξεις αντιμετώπισαν τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Μεγάλη Βρετανία την επικείμενη επανένωση της Γερμανίας, επισημαίνοντας, κυρίως η δεύτερη, τον κίνδυνο αναβίωσης του γερμανικού επεκτατισμού.
Δικλείδα ασφαλείας για την αντιμετώπιση των όποιων ρεβανζιστικών προθέσεων της ενωμένης πλέον Γερμανίας στο μέλλον, θεωρήθηκε η πλήρης ενσωμάτωσή της στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, μια και η πανίσχυρη γερμανική οικονομία αποτελεί ντέ φάκτο την ατμομηχανή της Ε.Ε..
Η Γερμανία δέχθηκε να θυσιάσει το ισχυρό της νόμισμα, το μάρκο, και να δεχθεί, πάντα βέβαια με το αζημίωτο, τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος με κοινό νόμισμα το Ευρώ, στην αρχή ως λογιστικό χρήμα και από το 2002 ως μοναδικό νόμισμα καθώς και την ίδρυση Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (Europδische Zentralbank), κατ’ εικόνα και ομοίωση της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας ( Deutsche Bundesbank), η οποία και συνέχισε να εφαρμόζει αυστηρές πολιτικές ελέγχου των τιμών και περιορισμών στην κυκλοφορία του χρήματος, ενίσχυσε δηλαδή το καθεστώς σκληρής νομισματικής πολιτικής, το οποίο και εξασφάλιζε υπέρ το δέον σημαντικά πλεονεκτήματα στις ανταγωνιστικά ισχυρές εθνικές οικονομίες του κεντρικού ευρωπαϊκού πυρήνα, σε βάρος των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας.
.
Μετά από μια περίοδο συναινετικής πολιτικής με πρωταγωνιστές το Γάλλο πρόεδρο Fransois Mitterand και το Γερμανό καγκελάριο Helmut Kohl, η Ε.Ε. φάνταζε να ξεπερνά τις βρεφικές της αδυναμίες και να προχωρεί ακάθεκτη. Το όραμα μιας Ενωμένης Ευρώπης με τη Γερμανία ως ισότιμο μέλος και όχι υπό τη Γερμανία δεν άφηνε ασυγκίνητους τους Ευρωπαίους πολίτες.
.
Όμως, κάτω από την πίεση της παγκοσμιοποίησης και στο όνομα του νεοφιλελεύθεροι οικονομικο-πολιτικού δόγματος, αντί να προωθηθεί και να υλοποιηθεί πρώτα ο στόχος της πολιτικής ένωσης της Ευρώπης, βασική προϋπόθεση για την ουσιαστική σύγκλιση των λαών, η Ε.Ε. μετεξελίχθηκε σε ανεξέλεγκτο Ελντοράντο του χρηματιστικού κεφαλαίου, πάντα υπό τη σκιά των ΗΠΑ, οι οποίες, υπογείως αλλά φανερά, υπέσκαπταν και συνεχίζουν να υποσκάπτουν τις όποιες προοπτικές μετεξέλιξης τη Ε.Ε. σε πολιτική οντότητα ελεύθερων λαών και πολιτών, εκμεταλλευόμενες τις εσωτερικές αντιθέσεις μεταξύ των χωρών-μελών της Ένωσης, με «Δούρειο Ίππο» τη Μεγάλη Βρετανία.
Η Ελλάδα και οι γερμανικές αποζημιώσεις
…..Και όμως δόθηκαν πολλές ευκαιρίες στη χώρα μας, να διεκδικήσει πολεμικές αποζημιώσεις από τη Γερμανία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση Μax Merten, διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής στη Θεσσαλονίκη την περίοδο 1941-1944 που έδινε στην Ελλάδα τη ευκαιρία να θέσει επί τάπητος το θέμα των αποζημιώσεων.
.
Το Απρίλιο του 1957 συγκεκριμένα και επί κυβερνήσεως της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο Merten επισκέφθηκε την Αθήνα για ιδιωτικούς λόγους, συνελήφθη από τις ελληνικές αρχές, οδηγήθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης με την κατηγορία της διάπραξης εγκλημάτων πολέμου και στις 5 Μαϊου 1959 καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξη.
.
Ο Μerten, ωστόσο, δεν εξέτισε την ποινή του. Μετά από παρέμβαση της γερμανικής κυβέρνησης αφέθηκε ελεύθερος και απελάθηκε στην πατρίδα του. Τη στάση αυτή της ελληνικής κυβέρνησης αντάμειψε η Γερμανία με τη χορήγηση, το Μάρτιο του 1960, 115 εκατ. γερμανικών μάρκων υπό τη μορφή αποζημιώσεων για όσους Έλληνες πολίτες υπήρξαν κατά την Κατοχή θύματα φυλετικών, θρησκευτικών και ιδεολογιών διώξεων. Την ίδια χρονιά εισέρρευσαν στην Ελλάδα ακόμη 27,576 εκ. δολάρια που προορίζονταν για την αποζημίωση ατόμων που δεινοπάθησαν κατά την κατοχή, αν και το Σύμφωνο Αποζημιώσεων του 1946 δεν προέβλεπε τέτοιου είδους αποζημιώσεις. Το 2003 ακολούθησε μια Τρίτη δόση ύψους 20 εκ. ευρώ, αποζημίωση για εκείνους τους Έλληνες πολίτες που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία και εξαναγκάστηκαν να δουλεύουν σε καταναγκαστικά έργα ως Zwangsarbeiter”
Η ενοποίηση της Γερμανίας
Το 1995, με δεδομένο ότι στις 31 Αυγούστου 1990 υπεγράφη η Συνθήκη Ενοποίησης των δύο Γερμανιών (Δυτικής και Ανατολικής) και στις 12 Σεπτεμβρίου 1990 υπεγράφη στην Μόσχα η συνθήκη οριστικής ρύθμισης των θεμάτων που αφορούσαν τη Γερμανία (Συμφωνία «2+4»), με την οποία η Γερμανία απέκτησε πλήρη κυριαρχία στις εσωτερικές και εξωτερικές υποθέσεις, ο τότε πρέσβης της Ελλάδας στη Βόνη, επέδωσε στο Γερμανό υφυπουργό Εξωτερικών Πέτερ Χάρτμαν ρηματική διακοίνωση ζητώντας την έναρξη των διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο.
Η γερμανική πλευρά απέρριψε βεβαίως το ελληνικό διάβημα, με το επιχείρημα πως «μετά πάροδο 50 ετών από το τέλος του πολέμου και δεκαετιών αξιοπίστου και στενής συνεργασίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας με τη διεθνή κοινότητα το πρόβλημα των επανορθώσεων απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση. Ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό».
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο στην Πηγή…
Νίκος Σάμιος
…………………………………………………..