Το παρόν άρθρο αποτελεί ανάλυση αλλά και ερέθισμα σκέψης για την αξιολόγηση καταστάσεων της πραγματικότητας:
Ο Ιακώβ (εβραϊκά: יַעֲקֹב), σύμφωνα με το βιβλίο της Γενέσεως, υπήρξε Πατριάρχης του Ισραήλ και πρόγονος του Ιωσήφ του Μνήστορα και νομικά του Ιησού Χριστού.

Και είπε προς αυτόν, (ο θεός) Τι είναι το όνομά σου; Ο δε είπεν, Ιακώβ. Και εκείνος (ο θεός) είπε, Δεν θέλει καλεσθή πλέον το όνομά σου Ιακώβ, αλλά Ισραήλ· διότι ενίσχυσας μετά Θεού, και μετά ανθρώπων θέλεις είσθαι δυνατός. Ηρώτησε δε ο Ιακώβ (τον θεό) λέγων, Φανέρωσόν μοι, παρακαλώ, το όνομά σου. Ο δε είπε, Διά τι ερωτάς το όνομά μου; Και ευλόγησεν αυτόν εκεί». Γέν, 32: 27-29
«και ευλόγησεαυτόν εκεί και του είπε, το όνομα σου δεν θα είναι πια Ιακώβ αλλά Ισραήλ διότι αγωνίστηκες με τον θεό (!) και τους ανθρώπους και νίκησες». Γέν.32:28.29.
«είδα (ο Ιακώβ) τον θεό πρόσωπο προς πρόσωπο και εφυλάχθη η ζωή μου… και ανέτειλε ο ήλιος έπ’ αυτού ». Γέν.32.32. ➡ Περισσότερα
Καλόπαιδο ο Ιακώβ λέμε…. ➡ εξαπάτησε και τον αδελφό του αλλά και τον πατέρα του
Πάντως οι πρώτοι τίμιοι θεομάχοι υπήρξαν όντως οι Ελληνες….

Ναι, ο Έλληνας υπήρξε ο πρώτος και ο καλύτερος θεομαχητής της πανανθρώπινης ιστορίας και συχνά καυχιόταν γι’ αυτό.
Ένας ήρωας που αξίζει να αναφερθεί είναι ο Ίδας, του οποίου η ιστορία απαντά ελληνικά στον αστείο ισχυρισμό της βίβλου: Ότι ο Αβραάμ δικαίως παρέδωσε την όμορφη γυναίκα του Σάρρα στον Φαραώ για να μην κινδυνέψει η πολύτιμη ζωή του ίδιου!
Ο Ίδας στον αντίστοιχο ελληνικό θρύλο αρνείται να παραδώσει την εκλεκτή της καρδιάς του Μάρπισσα ακόμα κι όταν τη διεκδικεί ένας υπέρλαμπρος θεός, ο κατάξανθος σαϊτευτής Απόλλωνας.
Ο ισχυρότερος αντεραστής, ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας ζητά να πάρει την αγαπημένη του Μάρπισσα, καθώς ο Ίδας έφτασε στη Μεσσηνία. Ο Ίδας όμως δεν υποχώρησε ούτε και δίστασε στιγμή. Απειλητικός τέντωσε το τόξο του ενάντια στο θεό. Έλεγαν πως τό τόξο του δε λάθευε ποτέ! Ο Δίας όμως φρόντισε να συγκρατήσει το χέρι του ήρωα την κρίσιμη αυτή στιγμή. Άφησε την εκλογή στη διάθεση της νύφης. Είχε έρθει ο καιρός που “κανείς” δεν μπορούσε να παραμερίσει αμαχητί έναν ήρωα! Όσο … “θεός” κι αν νόμιζε πως ήταν! Η Μάρπισσα διάλεξε για μνηστήρα της το “θνητό” θεομάχο Ίδα: «
, απ’ τους παλιούς που στάθηκε στη γη» ο πιο αντρειωμένoς. Κι άσκωσε αντίκρυ στον Απόλλωνα τον Φοίβο το δοξάρι». [Ομήρου lλιάδα 1558]. ➡ Περισσότερα

Ο αθεόφοβος Διομήδης τραυματίζει την Θεά (Iλλιάδα Ε):
330 | ἐμμεμαώς: ὃ δὲ Κύπριν ἐπῴχετο νηλέϊ χαλκῷ γιγνώσκων ὅ τ᾿ ἄναλκις ἔην θεός, οὐδὲ θεάων τάων αἵ τ᾿ ἀνδρῶν πόλεμον κάτα κοιρανέουσιν, οὔτ᾿ ἄρ᾿ Ἀθηναίη οὔτε πτολίπορθος Ἐνυώ. ἀλλ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἐκίχανε πολὺν καθ᾿ ὅμιλον ὀπάζων, |
να φτάσει το Διομήδη θέλοντας᾿ κι εκείνος κυνηγούσε᾿ με ανέσπλαχνο χαλκό την Κύπριδα, τι ήταν δειλιάρα, κι όχι σαν τις θεές ποτ ανακατώνουνται μες στων αντρών τις μάχες, μήτε Αθηνά μηδέ και Χουγιαχτώ καστελοκαταλύτρα. Κι ως κυνηγώντας την επρόφτασε μες στο πολύ το ασκέρι, παίρνοντας φόρα ο γιος του αντρόκαρδου Τυδέα την κονταρεύει μ᾿ ένα του πήδημα, καί ξώδερμα στο χέρι τη λαβώνει το τρυφερό᾿ και το κοντάρι του μεμιάς στο δέρμα εμπήχτη μέσ᾿ απ᾿ το θείο μαντί, που κάποτε της το ‘χαν φάνει οι Χαρές, απάνω στον αρμό· και χύνουνταν το αθάνατο της αίμα, |
335 | ἔνθ᾿ ἐπορεξάμενος μεγαθύμου Τυδέος υἱὸς ἄκρην οὔτασε χεῖρα μετάλμενος ὀξέϊ δουρὶ ἀβληχρήν: εἶθαρ δὲ δόρυ χροὸς ἀντετόρησεν ἀμβροσίου διὰ πέπλου, ὅν οἱ Χάριτες κάμον αὐταί, πρυμνὸν ὕπερ θέναρος: ῥέε δ᾿ ἄμβροτον αἷμα θεοῖο |
|
340 | ἰχώρ, οἷός πέρ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν: οὐ γὰρ σῖτον ἔδουσ᾿, οὐ πίνουσ᾿ αἴθοπα οἶνον, τοὔνεκ᾿ ἀναίμονές εἰσι καὶ ἀθάνατοι καλέονται. ἣ δὲ μέγα ἰάχουσα ἀπὸ ἕο κάββαλεν υἱόν: καὶ τὸν μὲν μετὰ χερσὶν ἐρύσατο Φοῖβος Ἀπόλλων |
ο ιχώρας, που μες στων τρισεύτυχων θεών κυλάει τις φλέβες· ψωμί δεν τρων μαθές, δεν πίνουνε κρασί φλογάτο εκείνοι, γι᾿ αυτό δεν έχουν κι αίμα μέσα τους κι αθάνατους τους κράζουν. Βγάζει φωνή τρανή κι αμόλησε το γιο της που κρατούσε. Κείνον ευτύς τον πήρε ο Απόλλωνας ο Φοίβος στην αγκάλη, σε μαύρο κρύβοντας τον σύγνεφο, κανείς γοργαλογάρης Αργίτης μην τον βρει κατάστηθα και τη ζωή του πάρει. Τότε ο Διομήδης ο βροντόφωνος σέρνει φωνή μεγάλη: «Κόρη του Δία, τ᾿ αντροπαλέματα και τη σφαγή παράτα! Μη δε σε φτάνει που τις άβουλες γυναίκες ξελογιάζεις; |