ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Κοινοβουλευτικό λέγεται το κυβερνητικό σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση (ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί) διορίζονται και παύονται απ’ τον Ανώτατο Αρχοντα (βασιλιά ή πρόεδρο της Δημοκρατίας) μόνο όταν συμφωνεί η Βουλή.
Σ’ αυτό το σύστημα, Ανώτατη Αρχή είναι η Βουλή και ο Ανώτατος Άρχοντας σαν τροχονόμος παίζει ρυθμιστικό ρόλο όπως λεν, για να μην πουν διακοσμητικό και τον μπερδέψουμε με τα …λουλούδια, ή διαιτητικό και τον μπερδέψουμε με το …ποδόσφαιρο.
Οι Εγγλέζοι, πολύ πιο πραχτικοί και πάντα ακριβείς στην χρήση των όρων, ονομάζουν το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης “κομματικό σύστημα”. Πράγματι, μπορεί η Βουλή να είναι η Ανώτοτη Αρχή τυπικά, αλλά ουσιαστικά Υπέρτατη Αρχή είναι το κόμμα που πλειοψηφεί στη Βουλή.
Κι αυτό σημαίνει πως η μονοκομματική πλειοψηφία που δίνει ισχυρές κυβερνήσεις καταργεί ουσιαστικά το κοινοβουλευτικό σύστημα και το μετατρέπει σε επικυρωτικό αποφάσεων που δεν παίρνονται στη Βουλή, όπως θα έπρεπε σε ένα ορθόδοξο κοινοβουλευτισμό, αλλά στο Υπουργικό Συμβούλιο και τα υπουργεία.
Σε τούτη την αποδυνάμωση του ρόλου του Κοινοβουλίου οδηγεί αναγκαστικά το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Πιο σωστά, στην αποδυνάμωση του Κοινοβουλίου οδηγούν όλα τα εκλογικά συστήματα, πλην της απλής αναλογικής. Γιατί η απλή αναλογική εισάγει στο Κοινοβούλιο πολλά μικρά κόμματα και υποχρεώνει, έτσι, το σχετικά πλειοψηφούν κόμμα να συνεργαστεί μαζί τους σε κυβερνήσεις συνασπισμού, όπου η βούληση του ισχυρότερου δεν είναι και τόσο ισχυρή.Κι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο απ’ το ορθόδοξα κοινοβουλευτικό σύστημα: Η αποδυνάμωση της βούλησης του ισχυρότερου και ο σεβασμός της βούλησης των μειοψηφιών.
Διαφορετικά το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν είναι παρά μια δικτατορία των ισχυρών κοινωνικών τάξεων κουκουλωμένη με τον κοινοβουλευτικό μανδύα μιας δημοκρατίας που δεν είναι και τόσο δημοκρατική. Με το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα, η αστική (και η μικροαστική) τάξη προσπαθεί να σώσει τα δημοκρατικά προσχήματα ασκώντας μια δικτατορία, που ποτέ δεν δηλώνεται σαν τέτοια. Λοιπόν, καλό είναι να υιοθετήσουμε και μεις την εγγλέζικη ορολογία και να δώσουμε επιτέλους’, στο κοινοβουλευτικό σύστημα το πραγματικό του όνομα: Κομματικό σύστημα. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε απ’ την άκρως διαδεδομένη αυταπάτη πως την εξουσία την ασκεί ο Δήμος (ο λαός), όπως δηλώνει ο αρχαιοελληνικός όρος Δημοκρατία (εξουσία του Δήμου).
Ο κοινοβουλευτισμός δημιουργήθηκε στην Αγγλία τον 17ο αιώνα για να δοθεί το προβάδισμα στην νομοθετική εξουσία. Η πίστη στην αξία και τη σημασία των “καλών νόμων”, που πρέπει να είναι σεβαστοί απ’ όλους προκειμένου να λειτουργήσει σωστά η κοινωνία, ήταν ακόμα βαθιά ριζωμένη στην αντίληψη των συνεχώς ανερχόμενων αστών. Ο κοινοβουλευτισμός είναι η λογική συνέπεια τούτης της σχεδόν μεταφυσικής προσήλωσης στην παντοδυναμία και την αποτελεσματικότητα του Νόμου έξω πάνω και πέρα απ’ τις ταξικές συγκρούσεις που δημιουργούν αυτούς κι όχι εκείνους τους νόμους, προς όφελος αυτής κι όχι εκείνης της τάξης. Αλλά ο νόμος σε καμιά περίπτωση δεν είναι μια γενική υπερταξική έννοια, όπως θέλουν να λεν οι νομολάτρεις, που πιστεύουν πως είναι αρκετό να υπάρξουν καλοί και δίκαιοι νόμοι γιο να υπάρξει καλή και δίκαιη κοινωνία. Οι νομοθέτες, απ’ την εποχή του Σάλωνα μέχρι τις μέρες μας έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν θαυμάσια δουλειά. Αλλά η δουλειά τους πέφτει πάντα και χάνεται στις τρύπες του ανελέητου ταξικού αγώνα, που συνεχίζεται παρά την εκθαμβωτική ανάπτυξη της νομικής επιστήμης.
Κανείς νομοθέτης δεν κατάφερε να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Kι όπου αυτό συνέβη, δεν ήταν η συνέπεια της δίκαιης εφαρμογής των ταξικών νόμων αλλά της αποτελεσματικότητας της ταξικής πάλης (απεργίες, διαβήματα, διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, επαναστάσεις κλπ).
Ο συνταγματισμός προηγείται ιστορικά του κοινοβουλευτισμού και τον προετοιμάζει. Το Σύνταγμα είναι ένα σύνολο βασικών καταστατικών νόμων, πάνω στους οποίους θα στηριχτούν όλοι οι άλλοι. Κατά κάποιον τρόπο, το Σύνταγμα είναι ο “νόμος των νόμων”, το θεμέλιο όλων των νόμων, η πηγή της νομιμότητας των νόμων, η Βίβλος της νομικής επιστήμης, η σύγχρονη δέλτος των μωσαϊκών Δέκα Εντολών, που τώρα πια ούτε δέκα είναι ούτε ο Θεός τις υπαγορεύει. Τις υπαγόρευσε, αρχικά στην Αγγλία τον 17ο αιώνα, η καλπασικά ανερχομένη αστική τάξη στο βασιλιά για να περιορίσει τις εξουσίες του, συνεπώς και τις “νομοθετικές” αυθαιρεσίες του. Μέχρι τότε, ο βασιλιάς ήταν ο Νόμος. Αλλά οι βασιλιάδες που δεν υποτάχτηκαν στον υπέρτατο συνταγματικό νόμο, έχασαν γρήγορα μαζί με τα νομοθετικά και τα άλλα προνόμια και το κεφάλι τους. Την εποχή που οι αστοί αναρριχόνταν στην εξουσία δεν αστειεύονταν καθόλου: ‘Εκοβαν κεφάλια αβέρτα, και τα βασιλικά κεφάλια δεν εξαιρούνταν για μόνο το λόγο
πως ήταν βασιλικά. Για να εξαιρεθούν, εκτός από βασιλικά έπρεπε να είναι και συνταγμαπκά — κι αυτός είναι ο λόγος που ο βασιλιάς της Αγγλίας διατηρεί το κεφάλι του μέχρι τις μέρες μας.
Ο συνταγματισμός με τη σειρά του (η πίστη στην αξία κάποιων βασικών νόμων που θα αντικαταστούσαν την απόλυτη εξουσία του Μονάρχη) προέρχεται απ’ την απαίτηση των αστών για αυστηρό κάι σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στις τρεις εξουσίες: Την εκτελεστική (κυβέρνηση και διοικητικός μηχανισμός), τη δικαστική (εφαρμογή των νόμων) και την νομοθετική (θέσπιση των νόμων). Μέχρι να εμφανιστεί αυτή η απαίτηση όλα τάκαμνε ο βασιλιάς και οι άνθρωποί του: Κυβερνούσαν, νομοθετούσαν, δίκαζαν, και λογαριασμό δεν είχαν να δώσουν παρά μόνο στον βασιλιά. Συνεπώς ο συνταγματισμός ήταν μια κολοσσιαίας σημασίας κατάχτηση. Τώρα, Πια, την εξουσία δεν την ασκεί ένας άνθρωπος, ο βασιλιάς, για λογαριασμό μιας τάξης, των φεουδαρχών, αλλά μια τάξη, η αστική, για λογαριασμό του εαυτού της.
Βέβαια, είτε ένας σε δυναστεύει είτε χιλιάδες παραμένεις δυναστευόμενος και στις δυο περιπτώσεις. Αλλά είναι φανερό πως άλλο πράγμα είναι να σε δυναστεύει ένας δυνάστης δια της βασιλικής Δυναστείας, κι άλλο μια τάξη δια των “εκπροσώπων” της. Εκ δυο κακών το μη χείρον βέλτιστον. Και το βέλτιστον δεν είναι, βέβαια, η φεουδαρχική βασιλεία, αλλά η αστική δημοκρατία. Και το Σύνταγμα ήταν αυτό που εγκαθίδρυσε την βασιλευομένη ή αβασίλευτη αστική Δημοκρατία. (Στη βασιλευομένη Δημοκρατία ο βασιλιάς είναι απλώς ένα φολκλορικό κατάλοιπο από άλλες εποχές. Μην κοιτάτε που εδώ, στην Ελλάδα, οι “τέως” είχαν πάρει στα
“σοβαρά” το φεουδαρχικό ρόλο τους, μ’ αποτέλεσμα να τον χάσουν εντελώς), Ο συνταγμοτισμός, λοιπόν, δημιουργεί τον “σεβασμό στον νόμο”. Και τούτος ο σεβασμός οδηγεί στον κοινοβουλευτισμό: Προορισμός του κοινοβουλίου είναι να παράγει νόμους εγκεκριμένους απ’ τους αντιπροσώπους του λαού, δηλαδή απ’ την πλειοψηφία των βουλευτών. Που όμως στην περίπτωση του “κομματικού συστήματος” δεν εκπροσωπούν το λαό εν γένει, αλλά ένα κομμάτι του λαού, το εκάστοτε ισχυρότερο.
Το υπόλοιπο του λαού είτε δεν εκπροσωπείται στο κοινοβούλιο, είτε εκπροσωπείται σε κοινοβουλευτικούς ρόλους κομπάρσων και φιγκιράν, καλή ώρα σαν το ΚΚ στη σημερινή Βουλή. Ωστόσο, κάπου-κάπου οι κομπάρσοι παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε μια παράσταση. Και γιαυτό καλό είναι για τους αστούς να αποφεύγουν τα πολυπρόσωπα έργα και να περιορίζονται σε παραστάσεις με δυο πρωταγωνιστές (δικομματισμός). Βέβαια, σ’ ένα κοινοβούλιο όπου δεν εκπροσωπείται με αναλογική ακρίβεια ο λαός, η έννοια της δημοκρατίας καταλύεται αυτομάτως. Αλλά, ποιος νοιάζεται πια για τη Δημοκρατία; Ό λο ι έχουν το νου-τους στην ταξική δικτατορία, που πλην των κομμουνιστών ντρέπονται να την ονομάσουν έτσι.
Βέβαια, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κοινοβουλευτική δικτατορία (το κομματικό σύστημα, όπως λεν οι Άγγλοι) και τη οκέτη αστική (φασιστική) δικτατορία. Αλλά τούτη η διαφορά είναι ανάλογη με τη διαφορά που υπάρχει σ’ ένα καφέ με ολίγη και ένα καφέ σκέτο. Δεν υπάρχει, πια, μπρίκι για τον “βαρύ γλυκό” της αρχαίας αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Η ακριβής μετάφραση απ’ τα αρχαία στα νέα ελληνικά της λέξης Δημοκρατία (εξουσία του Δήμου, δηλαδή του λαού) είναι Λαοκρατία, αλλά τούτη η λέξη συνεχίζει να προκαλεί πανικό σε κάποιους “πατέρες του Έθνους”, που λεν Δημοκρατία χωρίς να ξέρουν τι εννοούν.
Αυτό που κυρίως επιδίωκε ο συνταγμοτισμός ήταν η αυστηρή διάκριση μεταξύ εκτελεστικής (κυβερνητικής) και νομοθετικής εξουσίας. Όμως, οι αστοί νομοθέτες κατάλαβαν σιγά-σιγά (όλοι οι νομοθέτες είναι …αργόστροφοι), πως αν αποκόψεις εντελώς τη νομοθετική απ’ την εκτελεστική εξουσία, η τελευταία μπορεί να κάνει ό,τι της γουστάρει, αφού θα είναι άσχετη μ” αυτούς που κάνουν και εγκρίνουν τους νόμους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί τρόπος να συνδεθεί η εκτελεστική με την νομοθετική εξουσία. Και ο τρόπος αυτός βρέθηκε, πάντα στην πρωτοπόρο στις διοικητικές εφευρέσεις Αγγλία: Ήταν το κοινοβούλιο.
Κοινοβουλευτισμός, λοιπόν, με μια άλλη έννοια είναι το κυβερνητικό σύστημα που αποκαθιστά μια κάποιο συνεργασία ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, και που ελέγχει (ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, όπως λεν) την πρώτη δια της δεύτερης. Έτσι, η εκτελεστική εξουσία περιορίζεται υποτίθεται στην εκτέλεση των αποφάσεων που παίρνει η νομοθετική εξουσία, δηλαδή η Βουλή.
Όμως, όσο πολλούς, όσο καλούς κι όσο σχολαστικούς νόμους κι αν φκιάξει η Βουλή, πάντα θα υπάρχουν καταστάσεις απρόβλεφτες απ’ τους νομοθέτες. Ευτυχώς. Γιατί, όσο περισσότεροι και πολυπλοκότεροι είναι οι νόμοι τόσο ευκολότερα σε τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί, όπως πολύ πετυχημένα λέει ο λαός. Όμως, απ ’ την άλλη μεριά, όσο λιγότεροι είναι οι νόμοι κι όσο πιο διαδομένο είναι το σύστημα των “άγραφων νόμων” (όπως στην Αγγλία), τόσο επαφίεσαι στην καλή διάθεση, την εξυπνάδα και την εντιμότητα του δικαστή και του χωροφύλακα.
Η Ελλάδα, όμως, δεν είναι Αγγλία. Και όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι και πολύ, ούτε τον δικαστή, ούτε τον διοικητικό γραφειοκράτη, ούτε, πολύ περισσότερο, το χωροφύλακα. Θα δικαιωθείς ή όχι ανάλογα με του “πού θα πέσεις”. Καμιά φορά, όταν πληροφορείσαι τη σύνθεση του δικαστηρίου, πληροφορείσαι ταυτόχρονα και την απόφασή του, πριν καν εκδοθεί.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ με την ευκαιρία, πως η Δικαστική Εξουσία, η λεγάμενη Τρίτη Εξουσία, και υπό κοινοβουλευτικό καθεστώς παραμένει, υποτίθεται, αυστηρά αυτόνομη και ανεξάρτητη απ’ τις άλλες δυο, την Εκτελεστική και την Νομοθετική. Όμως, η ελληνική πείρα μαρτυράει πως η ελληνική δικαιοσύνη έχει πολλές και ποικίλες, αφανείςκατά το πλείστον, διασυνδέσεις, τόσο με τη νομοθετική όσο, πολύ περισσότερο, με την εκτελεστική εξουσία. Στην περίοδο του εμφυλίου πολέμου, π.χ., η Δικαστική Εξουσία συνδεόταν ευθέως με την Εκτελεστική δια των εκτελεστικών αποσπασμάτων, και με την νομοθετική δια των “βουλευμάτων”, των “Ιδιωνύμων”, του νόμου 509 και άλλων νομοθετικών φρικαλεοτήτων, δια των οποίων σε σκότωναν “καθ’ όλα
νόμιμα” και με τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου. Λοιπόν, επικοινωνούν μεταξύ τους και οι τρεις μορφές εξουσίας. Όπως
τα συγκοινωνούντα δοχεία.
Αν μάλιστα σε τούτο το επικοινωνούν εξουσιαστικό σύστημα προσθέσεις και τη λεγάμενη Τέταρτη Εξουσία, τον Τύπο, του οποίου το εξουσιαστικό σύστημα μπορεί να είναι άδηλο μεν αλλά ουδόλως λιγότερο εξουσιαστικό για το λόγο αυτό, τότε καταλαβαίνεις σε τι εξουσιαστικά πελάγη, πλήρη υπογείων ρευμάτων, πλέομε με βάρκα την ελπίδα για ένα κόσμο χωρίς εξουσιαστές. Πολύ περισσότερο εδώ στην Ελλάδα, χώρα εξόχως υπόγεια και καταχθόνια, όπου η κυρίως εξουσία δεν ασκείται ούτε απ’ τους νομοθετούντες βουλευτές, ούτε απ’ τους διοικούντες κυβερνητικούς και δημοσίους υπαλλήλους, ούτε απ’ τους δικαστές, αλλά απ’ το παρασκήνιο. Που για νάναι τέτοιο πρέπει να βρίσκεται δίπλα στη σκηνή, όπου δίνουν την παράστασή τους οι τρεις (συν μια) μορφές εξουσίας. Στο αστικό καθεστώς (και ίσως όχι μόνο σ’ αυτό), όποιος δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του στο παρασκήνιο δεν μπορεί να τον παίξει ούτε στη σκηνή.
Μ’ αυτά και μ’ άλλα, η σκηνή καταργείται ολοένα και περισσότερο, και στο προσκήνιο περνάει κανείς απ’ ευθείας απ’ το παρασκήνιο, πράγμα που δεν το έκαναν μόνο οι παρασκηνιακοί του ΙΔΕΑ, όταν απ’ το “ιδεατό” παρασκήνιο της παρασκηνιακής εθνικοφροσύνης πέρασαν απότομα στο “εθνικό προσκήνιο”, αλλά το κάνουν πάντα όλοι οι κουμπάροι πολιτευτές, όλοι οι κυνηγοί σταυρών (και κεφαλών), όλοι όσοι ροκανίζουν ιδιωτικά και δημόσια “μυστικά κονδύλια”, όλοι όσοι έχουν μια μασωνική αντίληψη για τα δημόσια πράγματα.
Τόσο καλά λειτουργούσε (και λειτουργεί πάντα) το εξουσιαστικό παρασκήνιο στην Ελλάδα που ένας καλός κύριος, συνταξιούχος τώρα, κάποτε αναφώνησε έμπλεος οργής: Μα, επιτέλους, ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα; Ο Κοτζαμάνης;
(Η προσθήκη μετά το πρώτο ερωτηματικό είναι δική-μας). Κι όταν εκείνη την εποχή βρέθηκε, επιτέλους, ένας πολύ τίμιος δικαστής, εν καιρώ ευθέτω τον τιμήσαμε δεόντως, κάνοντάς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Όμως, το εθνικό-ηθικό πρόβλημα που δημιουργείται μ’ αυτό το καλό προηγούμενο είναι τι θα τον κάνουμε, τι αξίωμα θα δώσουμε στον δεύτερο ολικά και ριζικά τίμιο δικαστή που τυχόν θα εμφανιστεί στον τριτοδρομικό σοσιαλιστικό μέλλον της χώρας. Λογικό και δίκαιο θάταν να τον κάνουμε κι αυτόν Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οπότε θα είχαμε δυο Προέδρους της Δημοκρατίας. Και αν εμφανιστεί και τρίτος τίμιος, πράγμα μάλλον απίθανο, θα είχαμε τρεις Προέδρους της Δημοκρατίας. Και πάει λέγοντας, μέχρι που όλοι οι Έλληνες γίνουν τίμιοι, δηλαδή ικανοί για Πρόεδροι της Δημοκρατίας.
Οπότε φτάνουμε αυτομάτως δια του τρίτου δρόμου, στην αρχαία αθηναϊκή Δημοκρατία.
Τώρα, λοιπόν, ξέρουμε πού οδηγεί ο τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό. Οι δύσπιστοι ας ακολουθήσουν το δεύτερο δρόμο για τον σοσιαλισμό! Το σημαντικό είναι να μην ακολουθήσει κανείς τον αδιέξοδο δρόμο για τον σοσιαλισμό, αυτόν που οδηγεί απ’ ευθείας στο πλήρες αρουραίων παρασκήνιο της κοινοβουλευτικής ζωής. (Έπεται και συνέχεια κοινοβουλευτική).
26 Μαΐου 1985
………………………………………………………………………………………………