ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ > Κείμενο του Βασίλη Ραφαηλίδη

ΑΡΘΡΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

ΤΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Κοινοβουλευτικό λέγεται το κυβερνητικό σύστημα στο οποίο η κυβέρνηση (ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί) διο­ρίζονται και παύονται απ’ τον Ανώτατο Αρχοντα (βασιλιά ή πρόεδρο της Δημοκρατίας) μόνο όταν συμφωνεί η Βουλή.
Σ’ αυτό το σύστημα, Ανώτατη Αρχή είναι η Βουλή και ο Α­νώτατος Άρχοντας σαν τροχονόμος παίζει ρυθμιστικό ρόλο όπως λεν, για να μην πουν διακοσμητικό και τον μπερδέψουμε με τα …λουλούδια, ή διαιτητικό και τον μπερδέψουμε με το …ποδόσφαιρο.

Οι Εγγλέζοι, πολύ πιο πραχτικοί και πάντα ακριβείς στην χρήση των όρων, ονομάζουν το κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης “κομματικό σύστημα”. Πράγματι, μπορεί η Βουλή να είναι η Ανώτοτη Αρχή τυπικά, αλλά ουσιαστικά Υπέρτατη Αρχή είναι το κόμμα που πλειοψηφεί στη Βουλή.
Κι αυτό σημαίνει πως η μονοκομματική πλειοψηφία που δί­νει ισχυρές κυβερνήσεις καταργεί ουσιαστικά το κοινοβουλευ­τικό σύστημα και το μετατρέπει σε επικυρωτικό αποφάσεων που δεν παίρνονται στη Βουλή, όπως θα έπρεπε σε ένα ορθό­δοξο κοινοβουλευτισμό, αλλά στο Υπουργικό Συμβούλιο και τα υπουργεία.
Σε τούτη την αποδυνάμωση του ρόλου του Κοινοβουλίου οδηγεί αναγκαστικά το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Πιο σωστά, στην αποδυνάμωση του Κοινοβουλίου οδηγούν όλα τα εκλογικά συστήματα, πλην της απλής αναλογικής. Γιατί η απλή αναλογική εισάγει στο Κοινοβούλιο πολλά μικρά κόμματα και υποχρεώνει, έτσι, το σχετικά πλειοψηφούν κόμ­μα να συνεργαστεί μαζί τους σε κυβερνήσεις συνασπισμού, όπου η βούληση του ισχυρότερου δεν είναι και τόσο ισχυρή.Κι αυτό ακριβώς είναι το ζητούμενο απ’ το ορθόδοξα κοι­νοβουλευτικό σύστημα: Η αποδυνάμωση της βούλησης του ι­σχυρότερου και ο σεβασμός της βούλησης των μειοψηφιών.

Διαφορετικά το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν είναι παρά μια δικτατορία των ισχυρών κοινωνικών τάξεων κουκουλωμένη με τον κοινοβουλευτικό μανδύα μιας δημοκρατίας που δεν εί­ναι και τόσο δημοκρατική. Με το πλειοψηφικό εκλογικό σύ­στημα, η αστική (και η μικροαστική) τάξη προσπαθεί να σώ­σει τα δημοκρατικά προσχήματα ασκώντας μια δικτατορία, που ποτέ δεν δηλώνεται σαν τέτοια. Λοιπόν, καλό είναι να υιοθετήσουμε και μεις την εγγλέζικη ορολογία και να δώσουμε επιτέλους’, στο κοινοβουλευτικό σύστημα το πραγματικό του όνομα: Κομματικό σύστημα. Μόνο έτσι θα απαλλαγούμε απ’ την άκρως διαδεδομένη αυταπάτη πως την εξουσία την ασκεί ο Δήμος (ο λαός), όπως δηλώνει ο αρχαιοελληνικός όρος Δημοκρατία (εξουσία του Δήμου).

Ο κοινοβουλευτισμός δημιουργήθηκε στην Αγγλία τον 17ο αιώνα για να δοθεί το προβάδισμα στην νομοθετική εξου­σία. Η πίστη στην αξία και τη σημασία των “καλών νόμων”, που πρέπει να είναι σεβαστοί απ’ όλους προκειμένου να λει­τουργήσει σωστά η κοινωνία, ήταν ακόμα βαθιά ριζωμένη στην αντίληψη των συνεχώς ανερχόμενων αστών. Ο κοινοβου­λευτισμός είναι η λογική συνέπεια τούτης της σχεδόν μετα­φυσικής προσήλωσης στην παντοδυναμία και την αποτελεσματικότητα του Νόμου έξω πάνω και πέρα απ’ τις ταξικές συγ­κρούσεις που δημιουργούν αυτούς κι όχι εκείνους τους νό­μους, προς όφελος αυτής κι όχι εκείνης της τάξης. Αλλά ο νόμος σε καμιά περίπτωση δεν είναι μια γενική υπερταξική έννοια, όπως θέλουν να λεν οι νομολάτρεις, που πιστεύουν πως είναι αρκετό να υπάρξουν καλοί και δίκαιοι νόμοι γιο να υπάρξει καλή και δίκαιη κοινωνία. Οι νομοθέτες, απ’ την εποχή του Σάλωνα μέχρι τις μέρες μας έκαναν και συνεχίζουν να κάνουν θαυμάσια δουλειά. Αλλά η δουλειά τους πέφτει πάντα και χάνεται στις τρύπες του ανελέητου ταξικού αγώ­να, που συνεχίζεται παρά την εκθαμβωτική ανάπτυξη της νο­μικής επιστήμης.

Κανείς νομοθέτης δεν κατάφερε να κάνει τον κόσμο καλύτερο. Kι όπου αυτό συνέβη, δεν ήταν η συνέ­πεια της δίκαιης εφαρμογής των ταξικών νόμων αλλά της αποτελεσματικότητας της ταξικής πάλης (απεργίες, διαβήματα, διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις, επαναστάσεις κλπ).

Ο συνταγματισμός προηγείται ιστορικά του κοινοβουλευτι­σμού και τον προετοιμάζει. Το Σύνταγμα είναι ένα σύνολο βασικών καταστατικών νόμων, πάνω στους οποίους θα στηρι­χτούν όλοι οι άλλοι. Κατά κάποιον τρόπο, το Σύνταγμα είναι ο “νόμος των νόμων”, το θεμέλιο όλων των νόμων, η πηγή της νομιμότητας των νόμων, η Βίβλος της νομικής επιστήμης, η σύγχρονη δέλτος των μωσαϊκών Δέκα Εντολών, που τώ­ρα πια ούτε δέκα είναι ούτε ο Θεός τις υπαγορεύει. Τις υπαγό­ρευσε, αρχικά στην Αγγλία τον 17ο αιώνα, η καλπασικά ανερχομένη αστική τάξη στο βασιλιά για να περιορίσει τις εξουσίες του, συνεπώς και τις “νομοθετικές” αυθαιρεσίες του. Μέχρι τότε, ο βασιλιάς ήταν ο Νόμος. Αλλά οι βασιλιάδες που δεν υποτάχτηκαν στον υπέρτατο συνταγματικό νόμο, έχασαν γρήγορα μαζί με τα νομοθετικά και τα άλλα προνόμια και το κεφάλι τους. Την εποχή που οι αστοί αναρριχόνταν στην εξουσία δεν αστειεύονταν καθόλου: ‘Εκοβαν κεφάλια αβέρτα, και τα βασιλικά κεφάλια δεν εξαιρούνταν για μόνο το λόγο
πως ήταν βασιλικά. Για να εξαιρεθούν, εκτός από βασιλικά έπρεπε να είναι και συνταγμαπκά — κι αυτός είναι ο λόγος που ο βασιλιάς της Αγγλίας διατηρεί το κεφάλι του μέχρι τις μέρες μας.

Ο συνταγματισμός με τη σειρά του (η πίστη στην αξία κά­ποιων βασικών νόμων που θα αντικαταστούσαν την απόλυτη εξουσία του Μονάρχη) προέρχεται απ’ την απαίτηση των α­στών για αυστηρό κάι σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στις τρεις εξουσίες: Την εκτελεστική (κυβέρνηση και διοικητικός μηχα­νισμός), τη δικαστική (εφαρμογή των νόμων) και την νομοθε­τική (θέσπιση των νόμων). Μέχρι να εμφανιστεί αυτή η απαί­τηση όλα τάκαμνε ο βασιλιάς και οι άνθρωποί του: Κυβερ­νούσαν, νομοθετούσαν, δίκαζαν, και λογαριασμό δεν είχαν να δώσουν παρά μόνο στον βασιλιά. Συνεπώς ο συνταγματισμός ήταν μια κολοσσιαίας σημασίας κατάχτηση. Τώρα, Πια, την εξουσία δεν την ασκεί ένας άνθρωπος, ο βασιλιάς, για λογα­ριασμό μιας τάξης, των φεουδαρχών, αλλά μια τάξη, η αστική, για λογαριασμό του εαυτού της.

Βέβαια, είτε ένας σε δυναστεύει είτε χιλιάδες παραμένεις δυναστευόμενος και στις δυο περιπτώσεις. Αλλά είναι φανερό πως άλλο πράγμα είναι να σε δυναστεύει ένας δυνάστης δια της βασιλικής Δυναστείας, κι άλλο μια τάξη δια των “εκ­προσώπων” της. Εκ δυο κακών το μη χείρον βέλτιστον. Και το βέλτιστον δεν είναι, βέβαια, η φεουδαρχική βασιλεία, αλλά η αστική δημοκρατία. Και το Σύνταγμα ήταν αυτό που εγκαθίδρυσε την βασιλευομένη ή αβασίλευτη αστική Δημοκρατία. (Στη βασιλευομένη Δημοκρατία ο βασιλιάς εί­ναι απλώς ένα φολκλορικό κατάλοιπο από άλλες εποχές. Μην κοιτάτε που εδώ, στην Ελλάδα, οι “τέως” είχαν πάρει στα
“σοβαρά” το φεουδαρχικό ρόλο τους, μ’ αποτέλεσμα να τον χάσουν εντελώς), Ο συνταγμοτισμός, λοιπόν, δημιουργεί τον “σεβασμό στον νόμο”. Και τούτος ο σεβασμός οδηγεί στον κοινοβουλευ­τισμό: Προορισμός του κοινοβουλίου είναι να παράγει νόμους εγκεκριμένους απ’ τους αντιπροσώπους του λαού, δηλαδή απ’ την πλειοψηφία των βουλευτών. Που όμως στην περίπτω­ση του “κομματικού συστήματος” δεν εκπροσωπούν το λαό εν γένει, αλλά ένα κομμάτι του λαού, το εκάστοτε ισχυρότερο.

Το υπόλοιπο του λαού είτε δεν εκπροσωπείται στο κοινοβού­λιο, είτε εκπροσωπείται σε κοινοβουλευτικούς ρόλους κο­μπάρσων και φιγκιράν, καλή ώρα σαν το ΚΚ στη σημερινή Βουλή. Ωστόσο, κάπου-κάπου οι κομπάρσοι παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο σε μια παράσταση. Και γιαυτό καλό είναι για τους αστούς να αποφεύγουν τα πολυπρόσωπα έργα και να περιορίζονται σε παραστάσεις με δυο πρωταγωνιστές (δικομματισμός). Βέβαια, σ’ ένα κοινοβούλιο όπου δεν εκπρο­σωπείται με αναλογική ακρίβεια ο λαός, η έννοια της δημοκρα­τίας καταλύεται αυτομάτως. Αλλά, ποιος νοιάζεται πια για τη Δημοκρατία; Ό λο ι έχουν το νου-τους στην ταξική δικτατο­ρία, που πλην των κομμουνιστών ντρέπονται να την ονομά­σουν έτσι.

Βέβαια, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην κοινοβουλευτική δικτατορία (το κομματικό σύστημα, όπως λεν οι Άγγλοι) και τη οκέτη αστική (φασιστική) δικτατορία. Αλλά τούτη η διαφορά είναι ανάλογη με τη διαφορά που υπάρχει σ’ ένα καφέ με ολίγη και ένα καφέ σκέτο. Δεν υπάρχει, πια, μπρίκι για τον “βαρύ γλυκό” της αρχαίας αθηναϊκής Δημοκρατίας.

Η ακριβής μετάφραση απ’ τα αρχαία στα νέα ελληνικά της λέ­ξης Δημοκρατία (εξουσία του Δήμου, δηλαδή του λαού) είναι Λαοκρατία, αλλά τούτη η λέξη συνεχίζει να προκαλεί πανικό σε κάποιους “πατέρες του Έθνους”, που λεν Δημο­κρατία χωρίς να ξέρουν τι εννοούν.

Αυτό που κυρίως επιδίωκε ο συνταγμοτισμός ήταν η αυστη­ρή διάκριση μεταξύ εκτελεστικής (κυβερνητικής) και νομο­θετικής εξουσίας. Όμως, οι αστοί νομοθέτες κατάλαβαν σιγά-σιγά (όλοι οι νομοθέτες είναι …αργόστροφοι), πως αν αποκόψεις εντελώς τη νομοθετική απ’ την εκτελεστική εξουσία, η τελευταία μπορεί να κάνει ό,τι της γουστάρει, αφού θα είναι άσχετη μ” αυτούς που κάνουν και εγκρίνουν τους νόμους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί τρόπος να συνδε­θεί η εκτελεστική με την νομοθετική εξουσία. Και ο τρόπος αυτός βρέθηκε, πάντα στην πρωτοπόρο στις διοικητικές εφευ­ρέσεις Αγγλία: Ήταν το κοινοβούλιο.

Κοινοβουλευτισμός, λοιπόν, με μια άλλη έννοια είναι το κυβερνητικό σύστημα που αποκαθιστά μια κάποιο συνεργα­σία ανάμεσα στην εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, και που ελέγχει (ασκεί κοινοβουλευτικό έλεγχο, όπως λεν) την πρώτη δια της δεύτερης. Έτσι, η εκτελεστική εξουσία περιορίζεται υποτίθεται στην εκτέλεση των αποφάσεων που παίρνει η νομοθετική εξουσία, δηλαδή η Βουλή.
Όμως, όσο πολλούς, όσο καλούς κι όσο σχολαστικούς νόμους κι αν φκιάξει η Βουλή, πάντα θα υπάρχουν καταστά­σεις απρόβλεφτες απ’ τους νομοθέτες. Ευτυχώς. Γιατί, όσο περισσότεροι και πολυπλοκότεροι είναι οι νόμοι τόσο ευκολότερα σε τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί, όπως πολύ πετυχημέ­να λέει ο λαός. Όμως, απ ’ την άλλη μεριά, όσο λιγότεροι είναι οι νόμοι κι όσο πιο διαδομένο είναι το σύστημα των “άγραφων νόμων” (όπως στην Αγγλία), τόσο επαφίεσαι στην κα­λή διάθεση, την εξυπνάδα και την εντιμότητα του δικαστή και του χωροφύλακα.

Η Ελλάδα, όμως, δεν είναι Αγγλία. Και όπως είναι γνωστό στην Ελλάδα δεν πρέπει να εμπιστεύεσαι και πολύ, ούτε τον δικαστή, ούτε τον διοικητικό γραφειοκράτη, ούτε, πολύ πε­ρισσότερο, το χωροφύλακα. Θα δικαιωθείς ή όχι ανάλογα με του “πού θα πέσεις”. Καμιά φορά, όταν πληροφορείσαι τη σύνθεση του δικαστηρίου, πληροφορείσαι ταυτόχρονα και την απόφασή του, πριν καν εκδοθεί.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ με την ευκαιρία, πως η Δικα­στική Εξουσία, η λεγάμενη Τρίτη Εξουσία, και υπό κοινο­βουλευτικό καθεστώς παραμένει, υποτίθεται, αυστηρά αυτό­νομη και ανεξάρτητη απ’ τις άλλες δυο, την Εκτελεστική και την Νομοθετική. Όμως, η ελληνική πείρα μαρτυράει πως η ελληνική δικαιοσύνη έχει πολλές και ποικίλες, αφανείςκατά το πλείστον, διασυνδέσεις, τόσο με τη νομοθετική όσο, πολύ περισσότερο, με την εκτελεστική εξουσία. Στην πε­ρίοδο του εμφυλίου πολέμου, π.χ., η Δικαστική Εξουσία συνδεόταν ευθέως με την Εκτελεστική δια των εκτελεστι­κών αποσπασμάτων, και με την νομοθετική δια των “βουλευ­μάτων”, των “Ιδιωνύμων”, του νόμου 509 και άλλων νομοθε­τικών φρικαλεοτήτων, δια των οποίων σε σκότωναν “καθ’ όλα
νόμιμα” και με τις ευλογίες του Αρχιεπισκόπου. Λοιπόν, επι­κοινωνούν μεταξύ τους και οι τρεις μορφές εξουσίας. Όπως
τα συγκοινωνούντα δοχεία.

Αν μάλιστα σε τούτο το επικοινω­νούν εξουσιαστικό σύστημα προσθέσεις και τη λεγάμενη Τέ­ταρτη Εξουσία, τον Τύπο, του οποίου το εξουσιαστικό σύ­στημα μπορεί να είναι άδηλο μεν αλλά ουδόλως λιγότερο εξουσιαστικό για το λόγο αυτό, τότε καταλαβαίνεις σε τι εξουσιαστικά πελάγη, πλήρη υπογείων ρευμάτων, πλέομε με βάρκα την ελπίδα για ένα κόσμο χωρίς εξουσιαστές. Πολύ περισσότερο εδώ στην Ελλάδα, χώρα εξόχως υπόγεια και καταχθόνια, όπου η κυρίως εξουσία δεν ασκείται ούτε απ’ τους νομοθετούντες βουλευτές, ούτε απ’ τους διοικούντες κυβερνητικούς και δημοσίους υπαλλήλους, ούτε απ’ τους δικαστές, αλλά απ’ το παρασκήνιο. Που για νάναι τέτοιο πρέπει να βρίσκεται δίπλα στη σκηνή, όπου δίνουν την παρά­στασή τους οι τρεις (συν μια) μορφές εξουσίας. Στο αστικό καθεστώς (και ίσως όχι μόνο σ’ αυτό), όποιος δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του στο παρασκήνιο δεν μπορεί να τον παίξει ούτε στη σκηνή.

Μ’ αυτά και μ’ άλλα, η σκηνή καταργείται ολοένα και περισ­σότερο, και στο προσκήνιο περνάει κανείς απ’ ευθείας απ’ το παρασκήνιο, πράγμα που δεν το έκαναν μόνο οι παρασκηνιακοί του ΙΔΕΑ, όταν απ’ το “ιδεατό” παρασκήνιο της παρασκηνιακής εθνικοφροσύνης πέρασαν απότομα στο “εθνικό προσκή­νιο”, αλλά το κάνουν πάντα όλοι οι κουμπάροι πολιτευτές, όλοι οι κυνηγοί σταυρών (και κεφαλών), όλοι όσοι ροκανί­ζουν ιδιωτικά και δημόσια “μυστικά κονδύλια”, όλοι όσοι έ­χουν μια μασωνική αντίληψη για τα δημόσια πράγματα.

Τόσο καλά λειτουργούσε (και λειτουργεί πάντα) το εξου­σιαστικό παρασκήνιο στην Ελλάδα που ένας καλός κύριος, συνταξιούχος τώρα, κάποτε αναφώνησε έμπλεος οργής: Μα, επιτέλους, ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα; Ο Κοτζαμάνης;
(Η προσθήκη μετά το πρώτο ερωτηματικό είναι δική-μας). Κι όταν εκείνη την εποχή βρέθηκε, επιτέλους, ένας πολύ τίμιος δικαστής, εν καιρώ ευθέτω τον τιμήσαμε δεόντως, κάνοντάς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Όμως, το εθνικό-ηθικό πρόβλημα που δημιουργείται μ’ αυτό το καλό προηγούμενο είναι τι θα τον κάνουμε, τι αξίω­μα θα δώσουμε στον δεύτερο ολικά και ριζικά τίμιο δικαστή που τυχόν θα εμφανιστεί στον τριτοδρομικό σοσιαλιστικό μέλ­λον της χώρας. Λογικό και δίκαιο θάταν να τον κάνουμε κι αυτόν Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οπότε θα είχαμε δυο Προέ­δρους της Δημοκρατίας. Και αν εμφανιστεί και τρίτος τίμιος, πράγμα μάλλον απίθανο, θα είχαμε τρεις Προέδρους της Δη­μοκρατίας. Και πάει λέγοντας, μέχρι που όλοι οι Έλληνες γί­νουν τίμιοι, δηλαδή ικανοί για Πρόεδροι της Δημοκρατίας.
Οπότε φτάνουμε αυτομάτως δια του τρίτου δρόμου, στην αρχαία αθηναϊκή Δημοκρατία.

Τώρα, λοιπόν, ξέρουμε πού οδηγεί ο τρίτος δρόμος για το σοσιαλισμό. Οι δύσπιστοι ας ακολουθήσουν το δεύτερο δρόμο για τον σοσιαλισμό! Το σημαντικό είναι να μην ακο­λουθήσει κανείς τον αδιέξοδο δρόμο για τον σοσιαλισμό, αυτόν που οδηγεί απ’ ευθείας στο πλήρες αρουραίων παρα­σκήνιο της κοινοβουλευτικής ζωής. (Έπεται και συνέχεια κοινοβουλευτική).
26 Μαΐου 1985

………………………………………………………………………………………………