ΦΟΡΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΦΟΡΟΚΛΕΦΤΕΣ
Τον φόρον φέρουν οι υπήκοοι προς το κράτος. Πράγματι, το ουσιαστικό φόρος παράγεται απ’ το ρήμα φέρω. Αλλά κανείς δεν φέρει το μοιράδι του στο δημόσιο ταμείο, δηλαδή στο “κοινό ταμείο” ολόκληρης της κοινωνίας, αυτόβουλα και με ιδιαίτερα μεγάλη χαρά. Αντίθετα, η τέχνη της φοροκλοπής (επί το ευγενέστερον, της “φοροδιαφυγής”) είναι συνομήλικη της τέχνης της φοροείσπραξης: Όσο υπάρχουν φορατζήδες θα υπάρχουν και φοροφυγάδες.
Πάρα πολύ συχνά, μάλιστα, κυρίως εδώ στην Ελλάδα, φορατζήδες και φοροφυγάδες συνεργάζονται αρμονικότατα.
Είναι πρόβλημα απλής αριθμητικής το να συμπεράνεις πως σε συμφέρει να δώσεις, π.χ., ένα εκατομμύριο στον εφοριακό παρά δυο εκατομμύρια στην εφορία του. Βέβαια, στην περίπτωση που συνεργάζεσαι με τον εφοριακό και όχι με την εφορία, “φέρεις” το φόρο σ’ έναν ιδιώτη κι όχι στο δημόσιο, που εφεύρε τον φόρο για να πληρώσει, μεταξύ πολλών άλλων και τους φοροεισπράκτορες. Αλλά αυτοί προτιμούν …τα ποσοστά.
Δυστυχώς όμως το δημόσιο δεν έχει συνεταίρους και συνεπώς δεν μοιράζει ποσοστά.
Όμως, συνεταίρους έχει σχεδόν ο κάθε επιχειρηματίας. Κι αν σ’ αυτούς προσθέσει κι άλλον έναν, τον εφοριακό, βρίσκει τρόπο να περάσει το κονδύλι στα “γενικά έξοδα”. Οπότε, δε χάνει απολύτως τίποτα. Ενώ ο ιδιώτης φορατζής κερδίζει άνετα το αντίτιμο της ανεντιμότητας του. Και μάλιστα …αφορολόγητο. Έτσι, ανάμεσα στον φοροφυγάδα και τον φορατζή δημιουργείται ένα είδος “εταιρείας περιορισμένης ευθύνης” — τόσο περιορισμένης που συχνά η κοινω-νική ευθύνη περιορίζεται οτο μηδέν αμφοτέρωθεν.
Ωστόσο, υπάρχει μια “λογική” σε τούτον τον παραλογισμό της ιδιωτικοποίησης μιας υπόθεσης που είναι δημόσια απ’ τη φύση της: Το αστικό κράτος είναι κράτος ιδιωτών. Και τις κοινωνικές του σχέσεις ο ιδιώτης τις κανονίζει ιδιωτικά.
Όπως, λοιπόν, αγοράζει κανείς με “ιδιωτική πρωτοβουλία” ένα σπίτι, έναν δούλο, μια σύζυγο, μια πόρνη κι ό,τι άλλο μπορεί ν’ αγοραστεί, έτσι αγοράζει και τον φοροεισπράκτορα, και μάλιστα σε τιμή συμφέρουσα, λόγω της δημοσιοϋπαλληλικής του ιδιότητας, και συνεπώς του δημοσιοϋπαλληλίκού του μισθού, που σχεδόν ποτέ δεν επιτρέπει να αισθάνεται κανείς “ιδιωτικά”: Ένας δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να συντηρήσει μαιτρέσα, ο καημένος. Ούτε ρολς-ρόις να αγοράσει. Ούτε βίλα σε καταπατημένο παραθαλάσσιο οικόπεδο να χτίσει. Ούτε ψηφοφόρους να εξαγοράσει. Ούτε καλό γαμπρό στην κόρη του να βρει. Ούτε να κάνει τις διακοπές του στη Χονολουλού. Ούτε ευπρεπές μαυσωλείο για να στεγάσει μετά θάνατον τη βλακεία του είναι σε θέση να χτίσει.
Κι όλα αυτά, γιατί ο δημόσιος υπάλληλος απέχει του “ιδιωτικού”. (Απέχει, επίσης, του “ιδιωτικού” και ο ιδιωτικός υπάλληλος: Από μισθολογική άποψη δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό υπάλληλο.
Και εν πάση περιπτώσει, άλλο πράγμα είναι να νιώθεις “ιδ ιώ της” κι άλλο να είσαι. Εμείς μιλάμε εδώ γιαυτούς που είναι κι όχι γι’ αυτούς που νιώθουν ιδιώτες, γιατί “ιδιώτης” μπορεί να νιώθει κι αυτός που δεν έχει “ιδιωτική” παρά μόνο τη φτώχεια του).
Λοιπόν, σ’ ένα κράτος ιδιωτών είναι φυσικό να θέλουν να γίνουν όλοι ιδιώτες. Κι ο πιο άνετος τρόπος να ιδιωτεύσει κανείς είναι να γίνει συνέταιρος του κράτους, είτε σαν εργολάβος δημοσίων έργων, ας πούμε, είτε σαν φοροφυγάς, είτε και τα δυο μαζί, όπερ και συνηθέστερον. Όπως λέει κι η παροιμία “είναι στην κούτρα σου να κατεβάζει ψείρες”.
Κι είναι στην κούτρα του καπιταλιστή να κατεβάζει απάτες. Αλλιώς θα αυτοκαταργούνταν σαν καπιταλιστής και θα γινόταν σοσιαλιστής — όχι σοσιαλκαπιταλιστής, πάντως, που είναι της μόδας τελευταία στην Ελλάδα. Γιατί σοσιαλισμός δε σημαίνει συμμετοχή όλων στην κλοπή του δημόσιου. Σημαίνει αποϊδιωτικοποίηση της οικονομίας.
Λοιπόν, όσο υπάρχουν υποτελείς, θα υπάρχουν και “φ ό ρου υποτελείς”, όπως λέμε άκομψα τους φορολογούμενους. Γιατί ένα κράτος, που έτσι κι αλλιώς είναι ένα κράτος υποτελών (υποταγμένων σε νόμους, που δεν έγιναν για το “καλό όλων” αλλά για το καλό μιας τάξης), είναι αδύνατο να υπάρξει χωρίς τη φορολογία -π ο υ στην κυριολεξία σημαίνει “ο περί τον φάρον λόγος”, δηλαδή η κουβέντα που γίνεται στα “ανώτερα κλιμάκια” για τον προσπορισμό πόρων παρμένων απ’ τα κατώτερα κλιμάκια.
Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να γεμίσει το δημόσιο ταμείο. Κι ακόμα πιο πολλοί για ν’ αδειάσει. ( Όσο και να βουλώσεις τις τρύπες, οι ποντικοί του δημοσίου, μεταξύ αυτών και οι φορατζήδες πάντα θα βρίσκουν τρόπους να ανοίγουν καινούριες αφού το “ιδιωτικό” δεν είναι παρά ένα κόσκινο με τόσες τρύπες όσοι και οι ιδιώτες). Οι κύριοι απ’ αυτούς τους τρόπους είναι: 1)Οι άμεσοι φόροι, 2)Οι έμμεσοι φόροι, 3)Τα τέλη και 4)Οι εισφορές. Ας δούμε μισ-μια τις κάνουλες που όταν δεν τις βουλώνουν οι ποντικοί που λέγαμε, το χρήμα συσσωρεύεται στο δημόσιο ταμείο για να μετασχηματιστεί σε τρέχα γύρευε χί. (Αυτή τη θλιβερή ιστορία θα τη δούμε παρακάτω).
Άμεσοι φόροι είναι η ευθέως ζητούμενη απ’ το κράτος συνεισφορά-μας στα δημόσια έξοδα, που σήμερα κλιμακώνεται ανάλογα με το εισόδημα: Όσο μεγαλύτερα εισόδημα έχεις τόσο λιγότερα, αναλογικά, πληρώνεις στην εφορία.
Αυτοί που, θέλουν δε θέλουν, είναι τίμιοι ως προς τις υποχρεώσεις τους προς το δημόσιο ταμείο είναι οι μισθωτοί: Τους κρατούν τον φόρο την ώρα της πληρωμής, πριν προλάβουν να τον κλέψουν κι αυτοί όπως τ’ αφεντικά.
Έμμεσοι φόροι είναι αυτοί που “καπελώνουν” όλα τα εμπορεύματα, από καρφίτσα μέχρι αυτοκίνητο. Σ ’αυτή την περίπτωση, φορολογούμενος δεν είναι ο έμπορος ή ο παραγωγός αλλά ο καταναλωτής. Διότι ο έμμεσος φόρος προστίθεται στην τιμή πώλησης του εμπορεύματος και to κάνει ακριβότερο. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως η έμμεση φορολογία είναι ο ανετότερος, αλλά και ο ανεντιμότερος τρόπος να αυξάνει το δημόσιο τα έσοδά-του: Δεν είναι το ίδιο πράγμα η προστιθέμενη στο γάλα και η προστιθέμενη στο χαβιάρι φορολογία.
Τέλη, είναι η ανταμοιβή που εισπράττει ένας δημόσιος οργανισμός για ειδικές υπηρεσίες που προσφέρει μόνο σ’ όσουςτο ζητήσουν. Το γραμματόσημο π.χ. είναι ένα τέλος που το εισπράττει ειδικά η ταχυδρομική υπηρεσία για τα έξοδά της απ’ αυτούς που γράφουν και ταχυδρομούν γράμματα. Το χαρτόσημο είναι ένα άλλο τέλος, αλλά και μια μεγάλη πονηριά. Υποτίθεται πως μ’ αυτό πληρώνεις τις υπηρεσίες που σου προσφέρει μια δημόσια υπηρεσία γιατί της το ζήτησες (έκανες αίτηση). Όμως, εκτός του ότι οι προσφερόμενες υπηρεσίες είναι άλλοτε ασήμαντες και άλλοτε ανϋπαρχτες, δουλειά των δημοσίων υπηρεσιών είναι να εξυπηρετούν τους πάντες χωρίς ειδική αμοιβή. Όταν λοιπόν με υποχρεώνουν να τους πληρώσω για να μου δώσουν, π.χ., ένα πιστοποιητικό γεννήσεως είναι σαν να μου επιβάλλουν έμμεσα κεφαλικό φόρο. Πράγματι, τα τέλη, στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι ένας κεφαλικός φόρος, άλλοτε δίκαιος, όπως οτην περίπτωση των ταχυδρομικών τελών και άλλοτε άδικος, όπως σχεδόν σ’ όλες τις περιπτώσεις “αιτήσεως επί χαρτοσήμου”.
Η εισφορά είναι άλλη μια εφεύρεση για να αυξάνει τα έσοδά του το δημόσιο, πάρα πολύ δίκαιη αυτή. Η εισφορά είναι ένα είδος έκτακτου φόρου, που τον πληρώνουν μόνο όσοι έχουν ειδικά οφέλη από μια δημόσια υπηρεσία ή από ένα δημόσιο έργο. Τα διόδια, π.χ., είναι μια εισφορά που δεν την πληρώνουν όσοι δεν έχουν αυτοκίνητο και που θα την πληρώσουν όταν το αποχτήσουν. Αλλά θα την πληρώσουν μόνο στην περίπτωση που ο υπάλληλος των διοδίων δεν “ιδιωτεύει”, δηλαδή δεν μεταβιβάζει τις αποδείξεις στον απατεώνα συνάδελφο των προηγούμενων διοδίων, πράγμα που συμβαίνει πάρα πολύ συχνά σε μια χώρα σαν την Ελλάδα που αγαπάει τόσο την “ιδιωτική πρωτοβουλία” ώστε όλοι σχεδόν οι υπάλληλοι να παίρνουν πρωτοβουλίες, όχι πάντως προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Υπάρχουν, τέλος, και οι δασμοί, δηλαδή η επί των εισαγωμένων εμπορευμάτων φορολογία, που αποτελούν πάρα πολύ σημαντικό έσοδο για τον κρατικό κορβανά. Οι τελωνειακοί υπάλληλ.οι δεν είναι παρά ειδικής κατηγορίας εφοριακοί υπάλληλοι, στενά συνεργαζόμενοι με τον εισαγωγέα-εξαγωγέα!
Όπως όλοι οι εφοριακοί έχουν- κι αυτοί τα …τυχερά τους. Αλλά και τις ατυχίες τους, στην περίπτωση που βρεθεί κάποιος έντιμος ανάμεσα τους και “καρφώσει” τους ηθικά ξεκάρφωτους. (Μη μου πείτε πως αδικούμε και πάλι “έντιμα εργαζόμενους ανθρώπους”. Γιατί και σ’ αυτήν, όπως και σ’ όλες τις μισοφάνερες περιπτώσεις, ισχύει ο λεγόμενος “νόμος της κορυφής του παγόβουνου”; Σε έναν που συλλαμβάνεται παρανομών αντιστοιχούν εκατό που δεν συλλαμβάνονται αν και παρανομούν. Αλλά, επειδή δεν συλλαμβάνονται δε σημαίνει και ότι δεν υπάρχουν. Η επικίνδυνη πλευρά του παγόβουνου είναι πάντα η κρυμμένη).
Χρήσιμος κανόνας για την ανίχνευση απατεώνων: Ο “ολίγων έντιμος” είναι ολικά ανέντιμος, που παρέμεινε στο “ο λίγον” γιατί δεν του δόθηκε η ευκαιρία να φτάσει στο “πολύ”. Ο “ολίγον έντιμος άνθρωπος” είναι σαν την “ολίγον έγκυο γυναίκα”; Ό λο ι ξέρουν πως μια γυναίκα είτε είναι έγκυος είτε δεν είναι. Κι αν είναι ολίγων ωρών ή μηνών έγκυος δε θ’ αργήσει να γίνει και “πολύ έγκυος” καθώς περνούν οι μέρες της εγκυμοσύνης. Η εντιμότητα, όπως και η εγκυμοσύνη, είναι έννοια ποιοτική, και συνεπώς δεν επιδέχεται ποσοτικές μετρήσεις παρά μόνο για λόγους “τεχνικούς”.
Ίσως νομίσατε, μ’ όσα είπαμε, πως ο φόρος είναι “πράγμα κακό”. Κάθε άλλο. Είναι πράγμα πολύ καλό καθεαυτό. Κακό γίνεται μόνο όταν εισπράττεται στ’ αρπαχτά κι όπου λάχει.
Αν συλλαμβάνονταν οι μεγάλοι και οι μικροί φοροφυγάδες εγώ ο μισθωτός δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να μου κρατούν το φόρο απ’ ευθείας απ’ το μισθό, στερώντας μου έτσι τη δυνατότητα ν’ αποδείξω πως είμαι έντιμος ή ανέντιμος, άνθρωπος δηλαδή που έχει ή δεν έχει συνείδηση τους γεγονότος πως ζει σε μια κοινωνία που θα καταρρεύσει αν δε βρει τους πόρους για νο φκιάξει τα χρήσιμα σ’ όλους πράγματα, π.χ. δρόμους και πάρκα
Όμως, στη φορολογία δυστυχώς αποκλείεται το “κριτήριο της αντιπαροχής”. Μ’ άλλα λόγια, το κράτος δε θα παζαρέψει μαζί μου για το τί θα κάνει τα χρήματα που εγώ πλήρωσα. Μπορεί ν’ αγοράσει μ’ αυτά αεροπλάνα, που εγώ τα θεωρώ άχρηστα. Κι αν θέλει μπορεί να μη φκιάξει πάρκα, που εγώ τα θεωρώ χρήσιμα. Το κράτος δεν διαχειρίζεται τα χρήματα των φορολογουμένων προς το “συμφέρον όλων” αλλά προς το συμφέρον, κατ’ αρχήν, της κυρίαρχης τάξης.
Όμως, εγώ δεν έχω κανένα συμφέρον να πληρώνω για να φκιάξουν γερότερα τα δεσμό μου. Έλα, όμως, που στον καπιταλισμό κατά κανόνα πληρώνουν οι δεσμώτες. Δηλαδή, οι μισθωτοί. Ενώ οι καρχαρίες συνεχίζουν να κολυμπούν στα βαθιά της φοροδιαφυγής. Κι έτσι, το δικό τους κρότος τοπληρώνω εγώ. Αλλά αυτό δεν είναι απλώς μια αδικία, είναι σκέτος παρολογισμός.
Όμως, είναι παραλογισμός κι από τη μεριά τους: Αυτοί έχουν κάθε λόγο να πληρώσουν για να φκιάξουν τα δεσμό μου και πιο στέρεα και πιο “πολιτισμένα”. Γιατί, στα σχολεία π.χ. που θα μου χτίσουν δεν θα μου μάθουν αυτά που θέλω εγώ, αλλά αυτά που θέλουν εκείνοι. Ο καπιταλιστής όμως είναι ένα τόσο ασυνείδητο κτήνος που ούτε τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα του δεν είναι σε θέση να υπερασπιστεί, εξαιτίας της αρπαχτικής βουλημίας του.
Ευτυχώς. Γιατί έτσι μου δίνει την ευκαιρία, αφενός μεν να συνειδητοποιήσω τη σκλαβιά μου και αφετέρου να προγραμματίσω τους τρόπους και τις μεθόδους να κερδίσω την ελευθερία μου. Φυσικά, στο μέλλον. Όταν ίσως δε ζω. Η τάξη όμως στην οποία ανήκω θα συνεχίσει να ζει και ν’ αγωνίζεται. Λοιπόν, καλό το καπιταλιστικότατο “ό,τι φάμε ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο…” αλλά να δούμε τί θα φαν και τί θα πιουν τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους. Βέβαια, ξέρουμε πως δεν λογαριάζουν τους απώτερους απογόνους τους οι καπιταλιστές. Αν τους λογάριαζαν θα είχαν “ταξική συνείδηση”. Κι αυτό που ο καπιταλιστής στερείται κατά κύριο λόγο είναι η ταξική συνείδηση.
Και δεν μπορεί να σχεδιάσει το μέλλον του ταξικά, ίσως γιατί ξέρει πως η τάξη των καπιταλιστών στερείται μέλλοντος. Απ’ αυτή την άποψη, λοιπόν, καλά κάνει που πιστεύει στο σόκιν σλόγκαν που προαναφέραμε.
Αλλωστε τους μελλοθάνατους τους ταΐζουν καλά πριν τους στείλουν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το “να πας χορτάτος” είναι μια παρηγοριά. Το να αυτοκτονήσεις χορτάτος, όμως, είναι μια ανοησία. Κι όπως λέει ο Μαρξ, η αστική τάξη φκιάχνει μόνη της το σκοινί με το οποίο θα κρεμαστεί.
Η Ιστορία μετράει την ηλικία της με αιώνες. Ο άνθρωπος μετράει τη δική του με χρόνια. Οι καπιταλιστές κάνουν το τερατώδες λάθος να μετρούν την Ιστορία επίσης με χρόνια. Κι είναι καταδικασμένοι, ακριβώς γιατί δεν γνωρίζουν την έννοια της “ιστορικής προοπτικής”. Ευτυχώς. Γιατί αν τη γνώριζαν, τα πράγματα θα ήταν πολύ δύσκολα για μας που, και μισθωτοί είμαστε, και ευπειθέστατοι φορολογούμενοι είμαστε. Και τίμιοι αναγκαστικά είμαστε, αφού δεν μπορούμε να κλέψουμε τους κλέφτες, αφήνοντας τους να κλέβουν τον
εαυτό τους, δηλαδή το δικό τους κράτος, που δεν το αισθάνονται σα δικό τους. Αν δεν μας είχαν δεμένους χειροπόδαρα, αν δηλαδή δεν άρπαζαν “το φόρο που μας αναλογεί” απ’ ευθείας απ’ το μισθό μας και μας άφηναν να τον καταθέσουμε με τον τρόπο που τον καταθέτουν κι εκείνοι, τότε θάβλεπες “τι χαμπάρια” μάστορα φοροκλέφτη.
24 Φεβρουάριου 1985
……………………………………………………………………………………………………….