Σήμερα ο μέσος Έλληνας αγνοεί την ιστορία ενός Σαμιώτη οραματιστή, ο οποίος προσπάθησε σε μια εποχή δυστυχίας και σκοταδισμού για τον Ελληνισμό, να εκπέμψει μια ακτίνα φωτός, πίσω από τα βαριά ομιχλώδη πέπλα τα οποία κάλυπταν την υπόδουλη Ελλάδα. Μια από αυτές τις ηλιαχτίδες ήταν ο Ιάκωβος Βασιλικός, ίσως ο πρώτος Έλληνας που επιδίωξε με σοβαρές προϋποθέσεις την απελευθέρωση της ελλαδικής γης από την οθωμανική και βενετική κυριαρχία. Πλέον, 459 χρόνια μετά τον θάνατο του, είναι καιρός ο Βασιλικός να αναδυθεί από την αιώνια αφάνεια στην ιστορική μνήμη του Γένους και να λάβει μια θέση δίπλα στους Μεγάλους Έλληνες.
Ο Ιάκωβος Βασιλικός Ηρακλείδης Μαρκέτιος , όπως ήταν το πλήρες όνομα του, γεννήθηκε το 1523 (άλλες πηγές αναφέρουν ως έτος γέννησης το 1510) στην Κρήτη ή στην Σάμο. Ο ίδιος θεωρούσε τον τόπο γέννησης του το νησί του Πυθαγόρα και υποστήριζε πως ήταν γιος του δεσπότη της Σάμου, Ιωάννη Ηρακλείδη. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη Κρήτη και στην Κορώνη, αλλά για άγνωστους λόγους ο Βασιλικός κατέληξε στην γενοβέζικη Χίο, το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της ελληνικής Ανατολής εκείνη την εποχή.
Στο νησί της μαστίχας υπήρχε μια φημισμένη ορθόδοξη σχολή όπου κατά διαστήματα δίδασκαν διακεκριμένοι Έλληνες λόγιοι ανάμεσα στους οποίους και ο Μιχαήλ Ερμόδωρος Λήσταρχος από την Ζάκυνθο. Στον Λήσταρχο οφείλει την πνευματική του εξέλιξη ο φιλόδοξος Σαμιώτης, που μαθήτευσε υπό τις οδηγίες του τα έτη 1539-1543, δημιουργώντας στενούς δεσμούς με συμμαθητές του όπως ο Δημήτριος ο Σέρβος, και ο Ιάκωβος Διασσωρηνός (ο οποίος αυτοαποκαλείτο Κύριος της Δώριδας και φερόταν ως εξάδελφος του Βασιλικού). Μετά το θάνατο του πατέρα του, άγνωστο πότε, ο Βασιλικός κληρονόμησε τους τίτλους του δεσπότη της Σάμου και μαρκήσιου της Πάρου, τίτλοι που θα του άνοιγαν τις πόρτες σε όλες της Αυλές της Ευρώπης.
Το 1543 ο Βασιλικός μαζί με τον δάσκαλο του, Λήσταρχο, αναχώρησε για την Ρώμη. Η επιλογή του Βασιλικού να επισκεφτεί την Αιώνια Πόλη δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία, καθώς εκείνη την περίοδο η Ρώμη αποτελούσε το σπουδαιότερο πνευματικό κέντρο της Ευρώπης. Ωστόσο, ο Βασιλικός γνώριζε πως τον κόσμο εξουσίαζαν οι Αψβούργοι (Ισπανία-Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), η Πολωνία-Λιθουανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, υπερδυνάμεις που διαμόρφωναν το πολιτικό γίγνεσθαι της Γηραιάς Ηπείρου την εποχή εκείνη.
Μετέπειτα, τα ίχνη του νεαρού δεσπότη της Σάμου εντοπίζονται στην Γαλλία, στο πανεπιστήμιο του Μονπελιέ το 1547, όπου και σπούδασε ιατρική. Στην συνέχεια μετέβη στο Παρίσι, στην Αυλή του βασιλιά της Γαλλίας Ερρίκου Β’. Ο Βασιλικός του συστήθηκε ως δεσπότης της Σάμου και μαρκήσιος της Πάρου, και έθεσε στο δύσπιστο Γάλλο βασιλιά το πρόβλημα της σκλαβωμένης Ελλάδας και την αναγκαιότητα της απελευθέρωσης της από τους Οθωμανούς. Η έκκληση του όμως δεν βρήκε απήχηση, καθώς την εποχή εκείνη οι Γάλλοι ήταν σύμμαχοι με την Υψηλή Πύλη.
Ο Βασιλικός παρέμεινε στο Παρίσι και όταν το 1551 εξερράγη ο «Ιταλικός Πόλεμος» ανάμεσα στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και στη Γαλλία, κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό, συμμετέχοντας με επιτυχία στην υπεράσπιση του Μετς, το οποίο πολιορκείτο από τις δυνάμεις του αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄, το 1552. Μετά την πολεμική αυτή περιπέτεια ο δεσπότης της Σάμου περιπλανήθηκε στις Αυλές Γερμανών Προτεσταντών ηγεμόνων, καταλήγοντας στη Βιττεμβέργη, το ιερό προπύργιο της Μεταρρύθμισης. Εκεί ο Βασιλικός ασπάστηκε το προτεσταντικό (λουθηρανικό) δόγμα, αφού πρώτα συνάντησε εξέχουσες φυσιογνωμίες της Μεταρρύθμισης, όπως τον ελληνιστή Φίλιππο Μελάγθωνα και τον Κάσπαρ Πευκήριο.
Καθώς ο «Ιταλικός Πόλεμος» μαινόταν σε κάθε γωνιά της δυτικής Ευρώπης, ο Βασιλικός αποφάσισε να ενταχθεί ως μισθοφόρος στο ισπανικό ιππικό του Καρόλου Ε’, ο οποίος συγκέντρωνε μεγάλο στρατό για να αντιμετωπίσει τους Γάλλους στην ισπανοκρατούμενη Φλάνδρα. Στις 13 Αυγούστου 1554 οι Γάλλοι εισβολείς συγκρούστηκαν με τους Ισπανούς στο χωριό Ρεντύ, κοντά στις Βρυξέλλες. Ο Σαμιώτης δεσπότης πολέμησε σαν λιοντάρι, στέλνοντας στον άλλο κόσμο αρκετούς Γάλλους, πριν τελικά τραυματιστεί και ο ίδιος και αποσυρθεί από το φρικτό πεδίο της μάχης.
Μετά την επική, αλλά χαμένη, μάχη του Ρεντύ, ο Βασιλικός ανάρρωσε από τα τραύματα του στην Αμβέρσα. Εκεί βρήκε τον χρόνο να συγγράψει δύο βιβλία, όπου στο ένα συνόψιζε τις απόψεις του για την προαναφερθείσα μάχη, ενώ στο δεύτερο εξηγούσε την τέχνη του πολέμου. Με τα βιβλία αυτά και την φήμη που είχε αποκτήσει ο Βασιλικός, ως ατρόμητος πολεμιστής στο Ρεντύ, προκάλεσε το ενδιαφέρον του Καρόλου Ε΄, ο οποίος τον κάλεσε σε ακρόαση στις Βρυξέλλες. Εντυπωσιασμένος ο αυτοκράτορας από την προσωπικότητα του Σαμιώτη ήρωα, του επικύρωσε τον τίτλο του δεσπότη της Σάμου και μαρκησίου της Πάρου, ενώ του χορήγησε και άλλους τίτλους, όπως «Κόμης Παλατίνος» και «Ιππεύς του αήττητου Καίσαρος». Η αναγνώριση αυτή από τον αυτοκράτορα του Οίκου των Αψβουργών είχε ως αποτέλεσμα ο Βασιλικός να θεωρείται ένας επιφανής ευγενής της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ένα χρόνο αργότερα, ο Βασιλικός συνάντησε στις Βρυξέλλες τον «εξάδελφο» του, Ιάκωβο Διασσωρηνό, καθώς οι δυο πρώην μαθητές του Λήσταρχου διατηρούσαν επαφή όλα αυτά τα χρόνια. Η συνάντηση αυτή είχε ως σκοπό να τεθεί το θέμα της επίδοξης επανάστασης του Γένους κατά των Βενετών και Οθωμανών, προθέσεις όπου γνωστοποίησε ο Βασιλικός σε μια επιστολή προς τον Μελάγχθωνα. Αργότερα, οι δύο άνδρες συνάντησαν στην Βιττεμβέργη άλλο ένα συμμαθητή τους, τον διάκονο πλέον, Δημήτριο τον Σέρβο, ο οποίος για λογαριασμό του Οικουμενικού Πατριάρχη θα αναλάμβανε χρέη γραμματέα του ηγεμόνα της Μολδαβίας, Αλεξάντρου Λαπουσνεάνου.
Το 1556 ο Κάρολος Ε’ εγκατέλειψε τον αυτοκρατορικό θρόνο και ο Βασιλικός έκρινε ορθό να στραφεί αλλού για να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Για ένα χρονικό διάστημα έμεινε στην Δανία ωσότου την άνοιξη του 1557 ταξίδεψε στο πιο απομακρυσμένο αστικό κέντρο της Δύσης, το κοσμοπολίτικο Βίλνιους, την εξωτική πρωτεύουσα του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας. Εκεί έδρευε η Αυλή του βασιλιά της Πολωνίας και δούκα της Λιθουανίας, Σιγισμούνδου Β’, ο οποίος αναζητούσε βετεράνους πολεμιστές για την εκστρατεία εναντίον των Ρώσσων στη Λιβονία (σημερινή Λεττονία και Εσθονία). Υπερδύναμη του Χριστιανικού Κόσμου, η Πολωνία-Λιθουανία, μια ανεξίθρησκη αυτοκρατορία όπου Καθολικοί, Προτεστάντες, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι συμβίωναν ειρηνικά, φάνταζε η τελευταία λύση για τον Σαμιώτη δεσπότη να κάνει μια ύστατη έκκληση για σταυροφορία κατά των Οθωμανών.
Ο Βασιλικός σύνηψε φιλικές σχέσεις με πολλούς επιφανείς Πολωνούς και Λιθουανούς προτεστάντες, όπως ο Μικόλαϊ Ραντζίβιλ τον «Μαύρο» και τον γνώριμο του Μελάγχθωνα, Γιαν Γουάσκι τον Νεώτερο. Τον χειμώνα, ο Βασιλικός συμμετείχε στη λιθουανική εκστρατεία στη Λιβονία, όπου και άφησε τις καλύτερες εντυπώσεις, σύμφωνα με τον Πολωνό χρονικογράφο Μπάρτοζ Παπρότσκυ. Ωστόσο η ηγετική προσωπικότητα του και οι γνώσεις του στην τέχνη του πολέμου δεν μπόρεσαν να πείσουν τον δύσπιστο Σιγισμούνδο Β’ για την ανάληψη μιας αντιοθωμανικής σταυροφορίας. Επιπλέον, ο Πολωνός βασιλιάς θεωρούσε τον Βασιλικό, πράκτορα των Αψβούργων και απρόβλεπτο τυχοδιώκτη, γεγονός που ανάγκασε τον Έλληνα γυρολόγο να εγκαταλείψει τη Λιθουανία και λίγο πρίν το καλοκαίρι του 1558 να κατευθυνθεί στη Μολδαβία, όπου βρισκόταν ο παλαιός του γνώριμος, Δημήτριος ο Σέρβος.
Η Μολδαβία ήταν υποτελής τόσο στους Πολωνούς όσο και στους Οθωμανούς (περίπτωση συγκυριαρχίας), όπου ο ηγεμόνας Λαπουσνεάνου είχε εγκαθιδρύσει ένα τυραννικό καθεστώς. Η διαμονή του Βασιλικού στην Μολδαβία δεν διήρκεσε πολύ, καθώς οι βαγιάροι (ευγενείς) εξεγέρθηκαν χωρίς επιτυχία κατά του ηγεμόνα τους, στην οποία πιθανότατα συμμετείχε και ο ίδιος. Έτσι, ο Βασιλικός αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στην γειτονική Τρανσυλβανία και συγκεκριμένα στο Μπρασόβ, προπύργιο των Προτεσταντών Σαξόνων των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών.
Παραδόξως, πληρωμένοι δολοφόνοι του Λαπουσνεάνου τον εντόπισαν με αποτέλεσμα ο δεσπότης της Σάμου να εγκαταλείψει βιαστικά το Μπρασόβ και να εισέλθει στη βασιλική Ουγγαρία, έδαφος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Για καλή του τύχη ο πολυμήχανος Βασιλικός βρήκε ασφαλές καταφύγιο στο Κεζμάροκ (στη σημερινή Σλοβακία), στο φέουδο του ευπατρίδη Πολωνού Όλμπραχτ Γουάσκι, ανιψιού του Γιαν Γουάσκι του Νεώτερου, γνώριμου του Βασιλικού από την διαμονή του στο Βίλνιους.
Ο νεαρός Όλμπραχτ Γουάσκι, προφανώς ενημερωμένος από τον θείο του, ήξερε με ποιον φιλοξενούμενο είχε να κάνει, και ως γιος του άλλοτε ιθύνοντα νου της αντιοθωμανικής πολιτικής στην Πολωνία-Λιθουανία, Ιερώνυμου Γουάσκι, βρήκε πολλά κοινά με τον φημισμένο Βασιλικό. Ο τελευταίος, διαπίστωσε πως η γνωριμία του με τον οικοδεσπότη του, ήταν θέλημα Θεού και σύντομα του παρουσίασε τα μεγαλεπήβολα σχέδια του, που δεν ήταν άλλα από την κατάληψη του μολδαβικού θρόνου! Ο ονειροπόλος Σαμιώτης κατάλαβε πλέον πως ο μακρύς δρόμος για την ελευθερία της Ελλάδας, περνούσε από τα δικά του χέρια, και αυτό θα συνέβαινε αν ο ίδιος έκανε την τολμηρή αρχή, κατακτώντας την Μολδαβία! Προφανώς θεωρούσε ένα τέτοιο εγχείρημα εφικτό, και οι δύο άντρες υπέγραψαν στις 29 Νοεμβρίου 1559 συμφωνία για την από κοινού κατάληψη του θρόνου της Μολδαβίας για λογαριασμού του Βασιλικού.
Οι δύο σύμμαχοι έθεσαν το φιλόδοξο σχέδιο τους στον διάδοχο του Καρόλου Ε’, Φερδινάνδο Α΄, δηλώνοντας του πως θα μετέτρεπαν την Μολδαβία σε προτεσταντική χώρα, ώστε να βρουν άσυλο εκεί όλοι οι Γερμανοί προτεστάντες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, ο αυτοκράτορας ήταν κατηγορηματικός πως δεν θα τους βοηθούσε, ούτε όμως ήταν αντίθετος στην προοπτική μιας ιδιωτικής εκστρατείας εναντίον της Μολδαβίας.
Έτσι, ο Γουάσκι ανέλαβε μόνος του την χρηματοδότηση του μισθοφορικού στρατού, συγκεντρώνοντας 1.600 έμπειρους πολεμιστές και 9 πυροβόλα. Ο μικρός αυτός στρατός είχε δύο επιλογές για την διαδρομή που θα ακολουθούσε, ώστε να φτάσει στη Μολδαβία. Η μία ήταν η ευκολότερη και μακρύτερη, μέσω της νότιας Πολωνίας, η δεύτερη, δυσκολότερη και σαφώς επικίνδυνη, καθώς θα έπρεπε να διασχίσουν τα Καρπάθια όρη μέσω της Τρανσυλβανίας. Τελικά, επιλέχθηκε η διαδρομή μέσω της Πολωνίας, αλλά οι δύο συνεργάτες υπολόγισαν χωρίς τον ξενοδόχο. Ο Πολωνός βασιλιάς πληροφορήθηκε τα φιλόδοξα σχέδια των δύο τυχοδιωκτών και ανέθεσε στον Χέτμαν (Διοικητή) Μικόλαϊ Σενιάφσκι να αναχαιτίσει τον μισθοφορικό στρατό του Σαμιώτη δεσπότη. Μια ημέρα του Νοεμβρίου του 1560, ενώ οι επίδοξοι κατακτητές της Μολδαβίας διέσχιζαν τα πολωνικά εδάφη, συνάντησαν 70 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Λβοφ (Λβιβ σημερινή Ουκρανία), τον πολωνικό στρατό. Η μάχη ήταν σύντομη, καθώς οι Πολωνοί φτερωτοί ουσάροι, η πιο επίφοβη πολεμική μηχανή κατά τους 16ο και 17ο αιώνα, κατατρόπωσαν τους άτυχους μισθοφόρους. Όμως ο Βασιλικός και ο Γουάσκι κατόρθωσαν να διαφύγουν στη βασιλική Ουγγαρία, ωστόσο, όλα έδειχναν πως τα πάντα είχαν τελειώσει για τον Έλληνα οραματιστή.
Λάθος. Ο αποφασιστικός Σαμιώτης ήταν έτοιμος να επιχειρήσει ξανά την εκστρατεία του για τον μολδαβικό θρόνο, και αυτή την φορά θα είχε την οικονομική υποστήριξη του Φερδινάνδου Α’. Το καλοκαίρι του 1561 συγκεντρώθηκαν στο Κεζμάροκ 2.000 Ούγγροι, Γερμανοί και Πολωνοί μισθοφόροι και 16 πυροβόλα. Όλοι ήταν σκληροτράχηλοι βετεράνοι πολεμιστές, που είχαν αποκομίσει φρικτές εμπειρίες από τα αιματοβαμμένα πεδία μαχών της Ευρώπης. Ήταν ένας στρατός που είχε ελπίδες να υπερισχύσει του στρατού του Λαπουσνεάνου. Το πρόβλημα όμως ήταν οι Πολωνοί, καθώς δεν υπήρχε ελπίδα σε περίπτωση νέας αψιμαχίας μαζί τους. Και η εναλλακτική δύσβατη διαδρομή μέσω Τρανσυλβανίας απορρίφθηκε εκ νέου. Έπρεπε να βρεθεί ένα τέχνασμα, και αυτό, δεν ήταν άλλο από την σκηνοθεσία του θανάτου του Βασιλικού. Η Αυλή του Φερδινάνδου Α’ φρόντισε να ανακοινώσει τον ξαφνικό «θάνατο» του δεσπότη της Σάμου, στέλνοντας επιστολές στους ηγεμόνες της Μολδαβίας, Τρανσυλβανίας και Πολωνίας-Λιθουανίας. Μια μεγαλοπρεπής «κηδεία» του Βασιλικού οργανώθηκε στο Κεζμάροκ, ώστε να πεισθεί και ο πιο καχύποπτος νους.
Το πανέξυπνο σχέδιο λειτούργησε, και οι μισθοφόροι των δυο συμμάχων διέσχισαν ανενόχλητοι τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 1561 την νοτιοανατολική Πολωνία, εισβάλλοντας χωρίς απρόοπτα στη βόρεια Μολδαβία. Ο Λαπουσνεάνου ξαφνιάστηκε όταν πληροφορήθηκε την εισβολή ενός άγνωστου στρατού στην ηγεμονία του, και συγκέντρωσε βιαστικά μερικούς χιλιάδες άνδρες για να αντιμετωπίσει τον μυστηριώδη εισβολέα. Στις 18 Νοεμβρίου 1561, βορείως της μολδαβικής πρωτεύουσας Σουτσεάβα, δόθηκε η αποφασιστική μάχη που θα έκρινε το μέλλον της Μολδαβίας. Αν και οι Μολδαβοί υπερτερούσαν σε αριθμό, στο τέλος υποκλίθηκαν στην στρατιωτική μαεστρία του Βασιλικού. Ο Λαπουσνεάνου διέφυγε την ύστατη στιγμή, βρίσκοντας καταφύγιο στην Κωνσταντινούπολη! Αναμφισβήτητα, το εξαιρετικό κατόρθωμα του Βασιλικού, να κατακτήσει με ένα μικρό μισθοφορικό στρατό μια ηγεμονία, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «Μολδαβικό έπος».
Μετά τον αναπάντεχο θρίαμβο, ο Βασιλικός έδρασε γρήγορα και ζήτησε να πάρει το σουλτανικό φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη, που θα του επιβεβαίωνε τα δικαιώματα του για τον μολδαβικό θρόνο. Για να δελεάσει τον σουλτάνο, Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή, αύξησε τρεις φορές τον φόρο υποτέλειας προς τους Οθωμανούς, κίνηση που στο τέλος του απέφερε τον τίτλο του νέου ηγεμόνα της Μολδαβίας. Το επόμενο βήμα ήταν η πρόταση υποτέλειας προς τον Πολωνό βασιλιά, αλλά ο Σιγισμούνδος Β’ αρνήθηκε να συνεννοηθεί μαζί του, προφανώς ταπεινωμένος από τις απρόσμενες εξελίξεις. Υιοθετώντας την δυτική πρακτική, ο Βασιλικός απέκτησε τον λατινικό ηγεμονικό του τίτλο: “Heraclides Iacobus Basilicus Dei gratia Despotas Sami etc regni Moldaviae princeps, palatinus Walachiae, gentis utriusque dominus et haeres”. Στον χρηματοδότη του, Γουάσκι, παραχώρησε το επιβλητικό κάστρο Χότσιμ (Κχότυν) και τον τίτλο του Χέτμαν (Διοικητή).
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Βασιλικός ήρθε σε συνεννόηση με τον Δημήτριο τον Σέρβο να μεσολαβήσει με τον Οικουμενικό Πατριάρχη ενώ συνέταξε ένα υπόμνημα προς τους Μολδαβούς βογιάρους, όπου σε ένα σημείο ανέφερε το σχέδιο απελευθέρωσης της Ελλάδας. Οξυδερκής και με σιδερένια θέληση, ο Βασιλικός αποσκοπούσε στην εξάπλωση των αξιών της Αναγέννησης, αλλά και του προτεσταντισμού, στην ηγεμονία του.
Ίδρυσε λατινική σχολή στο Κοτνάρι, καλώντας επιφανείς Γερμανούς και Πολωνούς προτεστάντες που θα συνέδραμαν στις πολιτιστικές του πρωτοβουλίες. Σύντομα όμως η τύχη άρχισε να εγκαταλείπει τον Σαμιώτη ήρωα, ο οποίος εγκλωβίστηκε σε ένα επικίνδυνο πολιτικό και θρησκευτικό παρασκήνιο. Η πρόταση συμμαχίας με την Βλαχία, η οποία θα του άνοιγε τον δρόμο για μια επίδοξη αντιοθωμανική σταυροφορία, δεν απέφερε αποτελέσματα, ενώ απέτυχε να νυμφευθεί μια θυγατέρα ενός Πολωνού προτεστάντη ευγενή, λόγω της αντίθεσης των βογιάρων, οι οποίοι αντιδρούσαν με τη θρησκευτική πολιτική του ηγεμόνα τους. Πράγματι, η κατάσταση ξέφυγε όταν ο Βασιλικός δήμευσε ιερά λείψανα από τις Ορθόδοξες εκκλησίες ώστε να κόψει με αυτά νομίσματα.
Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής ήταν οι βογιάροι να οδηγηθούν σε εξέγερση το καλοκαίρι του 1563. Χωρίς την συμπαράσταση του Γουάσκι, καθώς με απαίτηση του σουλτάνου είχε απομακρυνθεί από την Μολδαβία, ο Βασιλικός αναγκάστηκε να αποσυρθεί με 600 Ούγρους μισθοφόρους στο οχυρό της Σουτσεάβα, όπου και πολιορκήθηκε επί τρεις μήνες από τους επαναστάτες.
Στις 8 Νοεμβρίου 1563, ο Βασιλικός παραδόθηκε και θανατώθηκε από τον ηγέτη των βογιάρων, Στέφαν Τόμσα. Ήταν ένας τραγικός επίλογος για τον Έλληνα ηγεμόνα που επιδίωξε την έξωση των ξένων κυριάρχων από την ελληνική γη. Την ίδια άσχημη τύχη είχε και ο «εξάδελφος» του, Διασσωρηνός, ο οποίος το 1562 είχε καταλήξει στην Κύπρο, αποκτώντας τον τίτλο του «Διδάσκαλου». Εκεί προσπάθησε να υποκινήσει εξέγερση των Ελλήνων κατά των Βενετών, διεκδικώντας τον θρόνο της Κύπρου. Δυστυχώς τα σχέδια του και η προσπάθεια συνεννόησης με τον Μέγα Δούκα, αρχηγό 2.000 στρατιότι (Ελλήνων μισθοφόρων στη υπηρεσία των κατακτητών), προδόθηκαν στις Αρχές, και οι Βενετοί τον συνέλαβαν και τον εκτέλεσαν.
Παρότι ο Βασιλικός θεωρείται μια εθνική και συναρπαστική προσωπικότητα, η περιπετειώδης δράση του παραμένει άγνωστη στους Έλληνες φιλίστορες. Οι αιτίες για την απουσία του από την ελληνική βιβλιογραφία, οφείλεται στο γεγονός ότι έδρασε εκτός Ελλάδας και μάλιστα σε χώρες όπου η πρόσβαση στις κατά κύριο λόγο πολωνικές και ρουμάνικες μελέτες ήταν αδύνατη για πολλές δεκαετίες.
Ωστόσο, 450 χρόνια μετά τον άδοξο θάνατο του, ο αθεράπευτος αυτός εραστής της επίδοξης απελευθέρωσης των υπόδουλων Ελλήνων μας δείχνει τον δρόμο για την ελπίδα και πίστη στην πατρίδα. “Non Moritura” (δεν θα πεθάνει), είναι το ρητό που ταιριάζει στον Βασιλικό και στον Διασσωρηνό, δύο πατριώτες, παρότι αμφιλεγόμενοι τυχοδιώκτες, που οραματίστηκαν μια ελεύθερη Ελλάδα.
1) Μιλτιάδης Βαρβούνης – Ιάκωβος Βασιλικός. Ο πρώτος Ελληνας ηγεμόνας στη Μολδαβία (16ος αιω.), περ. Ιστορικά Θέματα, τεύχος 94 (Απρίλιος 2010).
2) Ilona Czamanska – Jakub Basilicus Heraclides – droga wyzwolenia Grecji? (Ιάκωβος Βασιλικός Ηρακλείδης. Ο δρόμος για την απελευθέρωση της Ελλάδας;), Balcanica Posnaniensia. Acta et Studia, IX/X, Poznan 1999.
3) Επαμεινώνδας Σταματιάδης – Σαμιακά, τ. Β’, Αθήνα 1965.