Το (ξεχασμένο) νόημα της Ελληνικής Ελευθερίας.

ΑΛΦΕΙΟΡΡΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΑΡΘΡΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η ΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΜΙΟΥ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Απίστευτα επίκαιρο άρθρο, καθώς η αναίσχυντη παραπληροφόρηση και η δουλοπρέπεια των λαών -προς ντροπήν μας-, μεγαλουργεί.

Ιωάννης Κακριδής: Τη στιγμή αυτή υπάρχει ένας κίνδυνος που είναι κρεμασμένος πάνω από τα κεφάλια μας. Ο κίνδυνος αυτός λέγεται Πόλεμος με τα νέα μέσα, τα φοβερά. Όταν στο 430 π.Χ. έπεσε λοιμός, πανούκλα στην Αθήνα κυρίως και πέθαιναν οι άνθρωποι σαν τις μύγες, τότε ο Θουκυδίδης, ο ιστορικός, έκανε μια περιγραφή των συμπτωμάτων της αρρώστιας αυτής και μια ανάλυση της αλλοίωσης που επιφέρει στη διαγωγή των ανθρώπων ο πόλεμος. Λέει: Οι άνθρωποι δεν ήξεραν αν την άλλη μέρα θα ζήσουν γι’ αυτό το ρίξανε στην πρόχειρη ηδονή, στην υλική ζωή. Το ίδιο γίνεται και τώρα: η κρίση που βλέπουμε στους νέους (τουλάχιστον εγώ έτσι το εξηγώ) οφείλεται στο ότι δεν ξέρουν αν θα ζήσουν αύριο. Δεν είναι εύκολο για ένα νέο να σκέφτεται ότι μπορεί ο κύριος Ρίγκαν ή ο κύριος Γκορμπατσόφ, αν αποφασίσουν να κάνουν τον Πόλεμο των Άστρων, οπότε εμείς δεν ζούμε… Σου λέει, λοιπόν, γιατί να μη ζήσω τη ζωή μου όπως εγώ θέλω; Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος – από τον πόλεμο.

Ιωάννης Κακριδής

Το νόημα της Ελληνικής Ελευθερίας

Γράφει και ο Ιωάννης Κακριδής στον πανηγυρικό του λόγο “Το νόημα της ελληνικής ελευθερίας”, που εκφωνήθηκε την 26η Οκτωβρίου 1960 στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης:

«Η εθνική ελευθερία είναι η αναγκαία προϋπόθεση για τη ζωή ενός λαού. Να δεχτούμε όμως πως το νόημα της ελευθερίας εξαντλείται από την ώρα που ένα έθνος πετάει από πάνω του τα δεσμά της δουλείας και οργανώνεται σε κράτος αυτόνομο; Αν ναι, τότε δεν θα είχαμε τί­ποτε να προσθέσουμε στο κεφάλαιο της ελευθερίας μας, έξω βέβαια από την ευθύνη να την κρατήσουμε αλώβητη. Με άλλα λόγια, δεν θα ήμαστε παρά απλοί θεματοφύλακες ενός αγαθού που μας εχάρισαν οι θυσίες των πατέρων μας.

Ποιος όμως είπε πως το ελληνικό ιδανικό της ελευθερίας δεν υψώνει στον άνθρωπο και άλλες απαιτήσεις, και πολύ βαριές μάλιστα: Μιλώ για το ελληνικό ιδανικό της ελευθε­ρίας· γιατί όπως κάθε υψηλή έννοια, το ίδιο και η έννοια της ελευθερίας ούτε αυτονόητη εί­ναι ούτε μονοσήμαντη. Ελεύθερος άνθρωπος: στον όρο αυτό δίνει κάθε λαός ανάλογα με την πνευματική του προετοιμασία και την ψυχική του ωριμότητα διαφορετικό περιεχόμενο. Στον αρχαίο κόσμο ελεύθερος, εθνικά ελεύθερος, ήταν και ο Αθηναίος και ο Σπαρτιάτης και ο Πέρσης και ο Αιγύπτιος. Ο Αιγύπτιος όμως και ο Πέρσης, αν τους μετρούσαμε πάνω στο κλασικό ελληνικό ιδανικό, δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πολίτες ελεύθεροι. Γιατί τους λαούς αυτούς τους βλέπουμε να σκύβουν το κεφάλι μπροστά σε μιαν επιταγή που τους επιβαλλόταν απέξω: στην επιταγή μιας πολιτείας, που απαιτούσε να κανονίζει και την ιδιωτική ζωή του πολίτη της ως την τελευταία λεπτομέρεια – ή στην επιταγή ενός βασιλιά, συχνά θεοποιημένου, που όριζε τους υπηκόους του σε ζωή και σε θάνατο- σε άλλες χώρες οι λαοί έπρεπε να υπακούν τυφλά στην επιταγή μιας θρησκείας σκοτεινής και αδιάλλαχτης, που τα μυστικά της τα γνώριζε μόνο το ιερατείο της, παντοδύναμο και ανεξέλεγκτο.

Αντίθετα το κλασικό ελληνικό ιδανικό ζητούσε από τον άνθρωπο να μεταστρέψει τον εξωτερικό εξαναγκασμό σε πειθαρχία εσωτερική: Να σεβαστείς και ν’ αγαπήσεις το θεό σου˙ να υπακούσεις στους νόμους της πατρίδας σου˙ να πειθαρχήσεις στους άρχοντες σου – ναι! Όχι όμως γιατί σε υποχρεώνουν εκείνοι, όχι γιατί φοβάσαι την τιμωρία τους, όχι για­τί θέλεις να κολακέψεις την εύνοια τους. Μια μάζα ανθρώπων αξεχώριστων, που δουλεύει τυφλά και άβουλα στο θεό , στην πολιτεία και στους άρχοντες, ας είναι και για το καλό, αυ­τό για τον κλασικό ‘Έλληνα δεν ήταν οργάνωση ανθρώπων ελεύθερων. Για τον κλασικό Έλληνα η ελεύθερη πολιτεία προϋπόθετε και τον πολίτη ελεύθερο. Το κάθε άτομο χρωστούσε να υψωθεί σε ακεραιωμένη, υπεύθυνη προσωπικότητα, και με το φρόνημα αδούλωτο να κάνει τις επιταγές του θεού, της πολιτείας και των αρχόντων επιταγές της ψυχής του της ίδιας. Όλες οι μεγάλες ανθρώπινες αξίες, για να μείνουν αξίες, έπρεπε να πάψουν να είναι ετεροκίνητες και να δικαιωθούν μέσα στην ψυχή του κάθε πολίτη.»

Γράφει ο Κακριδής:

«Σε ολόκληρο το έργο τίποτε δε δείχνει πως ο ποιητής περιφρονεί τον αντίμαχο. Έτσι και το περσικό σκοτάδι αντίκρυ στο ελληνικό φως συμβολίζει, νομίζω, πιο πολύ έναν διαφορετικό παρά έναν κατώτερο κατά τη γνώμη του Αισχύλου πολιτισμό. Είναι ο κόσμος του κρυφού και του σκοτεινού – ο κόσμος, όπου οι άνθρωποι άβουλοι και αμίλητοι, άχρωμοι και αδιαφοροποίητοι, υπηρετούν μηχανικά και δουλικά στους σκοπούς του κράτους, που τη θέληση του την ενσαρκώνει ένας και μόνο.

Απέναντι στο ασιατικό αυτό ιδανικό η Ελλάδα αντιτάζει το δικό της: το κάθε άτομο ακεραιωμένο και ελεύθερο, υπεύθυνο απέναντι στον εαυτό του και στην πολιτεία του και στους θεούς του. Και ο Έλληνας το ξέρει πως σαν άνθρωπος που είναι στέκει αδύναμος μπροστά στις βουλές των θεών των αθανάτων. Ακόμα ξέρει πως για να υπάρξει κράτος, εί­ναι ανάγκη ο πολίτης να υπακούει στους νόμους και στους άρχοντες. Και όμως κοιτάζει τους θεούς του στα μάτια, δεν τους προσκυνάει, γιατί η αίσθηση της αξιοπρέπειας του ως ανθρώπου δεν του επιτρέπει την ταπείνωση αυτή. Νιώθει ακόμη, πως και για τους θεούς τους ίδιους θα ήταν ταπεινωτικό να βλέπουν μπροστά τους δούλους να τους λατρεύουν.

Στα μάτια κοιτάζει ο Έλληνας και τους άρχοντες του, την ώρα που στην Ασία έπρεπε να κυλιστούν στο χώμα μπροστά στο βασιλέα τους˙ γιατί στην Ελλάδα η πολιτεία τους πο­λίτες της τους θέλει συνειδητούς, ελεύθερους συνεργάτες στους σκοπούς της και όχι άβου­λα όργανα της. Ιδανικό της δεν είναι η προκοπή της μέσα από την υποδούλωση των ατόμων είναι η τελείωση της μέσα από των ατόμων την τελείωση. Μια πολιτεία φιλάνθρωπη, που τι­μάει και σέβεται τον πολίτη της, καθώς τον βοηθεί να ολοκληρωθεί με δικό του περίγραμ­μα, δικιά του προσωπικότητα.

Αυτό το ιδανικό του ελεύθερου ανθρώπου, που θεμελιώνεται στους σκοτεινούς αιώνες και ολοκληρώνεται στην κλασική Αθήνα του 5ου π.χ.χ. αιώνα, προσδιορίζει ένα πλήθος φανε­ρώματα του ελληνικού κόσμου, που αλλιώς μας φαίνονται παράξενα και άσχετα μεταξύ τους. Ας μελετήσουμε μερικά, παίρνοντας τα από ποικίλες περιοχές της ζωής.»

 

Ολόκληρο το κείμενο ΕΔΩ

Μία σταγόνα ιστορία. Η πειθαρχική δίωξη του καθηγητή Ι. Θ. Κακριδή

Μέσα στην μαυρίλα της κατοχής, η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών καταδικάζει τον Ιωάννη Κακριδή με απόλυση, μετά από μια πειθαρχική διαδικασία που έμεινε στην ιστορία ως η «δίκη των τόνων». Κωμωδία και τραγωδία μαζί, στην χειρότερη ιστορική περίοδο του ελληνικού έθνους.

Η χώρα είχε καταληφθεί απ’ τους Γερμανούς, η αντίσταση άρχιζε να φουντώνει στις πόλεις και τα βουνά, χιλιάδες πατριώτες συλλαμβάνονταν, βασανίζονταν και εκτελούνταν, τα τρόφιμα είχαν εξαφανιστεί και τα κάρα του δήμου άρχιζαν να μαζεύουν νεκρούς από τους δρόμους, όμως οι καθηγητές της φιλοσοφικής Αθηνών τον μόνο εθνικό κίνδυνο που διέκριναν ήταν οι οξείες, οι δασείες και οι περισπωμένες που είχε φάει ο Κακριδής στα δυο βιβλιαράκια του.

Ο Κακριδής είχε γράψει από το 1936 δύο μικρά βιβλιαράκια με τίτλο «Ελληνική κλασσική παιδεία» και «σχόλια στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη», χρησιμοποιώντας δημοτική γλώσσα και μονοτονικό. Επειδή το 1941 τα επανέκδωσε και τα έβαλε στην εξεταστέα ύλη του πανεπιστημίου, ο καθηγητής Εξαρχόπουλος που κυριαρχούσε στην φιλοσοφική αλλά ήταν και Πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, παρέπεμψε τον Κακριδή στην Σύγκλητο ως διαφθορέα της νεολαίας και φορέα αντεθνικών ιδεών.

Η διαμάχη βέβαια για το γλωσσικό ζήτημα ήταν παλιά υπόθεση. Η αντιπαράθεση των προοδευτικών δημοτικιστών με τους υπερσυντηρητικούς καθαρευουσιάνους ή γλωσσαμύντορες όπως αυτοονομάζονταν, είχε αφήσει πίσω της φοβερές συγκρούσεις κι όχι μόνο σε επίπεδο επιχειρημάτων. Το 1901 με τα «Ευαγγελικά», όταν η εφημερίδα ‘’Ακρόπολις’’ του Βλάση Γαβριηλίδη άρχισε να δημοσιεύει το Ευαγγέλιο στη δημοτική, έντεκα άνθρωποι σκοτώθηκαν σε συγκρούσεις στους δρόμους, ενώ είχαν οδηγήσει στην παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και του αρχιεπισκόπου Προκοπίου.

Δυο χρόνια αργότερα, με τα «Ορεστιακά», όταν η ‘’Ορέστεια’’ του Αισχύλου παίχτηκε στο βασιλικό θέατρο στη δημοτική, άλλοι δύο άνθρωποι έπεσαν νεκροί στο πεζοδρόμιο, πέραν των δεκάδων τραυματιών. Και τις δύο φορές, διαμαρτυρόμενοι και διαδηλωτές ήταν φοιτητές της φιλοσοφικής, καθηγητές, παπάδες, καλόγεροι που κρατούσαν εξαπτέρυγα εκκλησιών, μέλη παραθρησκευτικών οργανώσεων και όχλος κινούμενος μέσω των ενοριών και των φιλανθρωπικών συλλόγων. Η μόνιμη επωδός όλων αυτών ήταν ότι οι δημοτικιστές καταστρέφουν την πατρίδα, είναι όργανα του σλαβισμού, προσβάλουν την πίστη, τις πατροπαράδοτες και τις ιερές παραδόσεις μας. Περισσότερα ΕΔΩ

Διαβάστε εδώ κι άλλες ιστορίες με την υπογραφή του Δημήτρη Καμπουράκη, στη στήλη Μία σταγόνα ιστορία.

Λοιπόν, κύριε καθηγητά;

  • Πώς βλέπετε το μέλλον της γλώσσας μας;

Ιωάννης Κακριδής: Η γλώσσα ούτε υποβιβάζεται ούτε αναβαθμίζεται από μια ομάδα ανθρώπων που είναι στο περιθώριο. Η γλώσσα ανεβαίνει, πρώτα-πρώτα, από τους ποιητές κι από το λαό – το λαό της επαρχίας, όχι τον αστικό κόσμο. Κι όσο μας αφήνει αδιάφθορους η τηλεόραση!

Ο Ιωάννης Θ. Κακριδής γεννήθηκε στην Αθήνα το 1901. Πήρε το διδακτορικό δίπλωμα του Πανεπιστημίου Αθηνών και δίδαξε ως καθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας στα πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Αθηνών, Στοκχόλμης, Ουψάλας και Λουντ της Σουηδίας και Τιβίγγης της Γερμανίας. Διετέλεσε Πρόεδρος του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και του Κέντρου Οδυσσειακών Μελετών Ιθάκης. Το επιστημονικό έργο του Κακριδή, που μαζί με τη γονιμότατη ακαδημαϊκή του διδασκαλία τον καθιέρωσε ως κορυφαίο Έλληνα φιλόλογο, είναι επιβλητικό σε όγκο και εξαίρετο σε ποιότητα. Με τα 40 περίπου βιβλία του και πάνω από 200 άρθρα και μελέτες του, δικαιωματικά χαρακτηρίζεται ως «πλήρης φιλόλογος», αφού μελέτησε πολλούς τομείς της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ειδικότερα, από τους αρχαίους συγγραφείς τον απασχόλησαν, ο Όμηρος και ο Θουκυδίδης. Οι εργασίες του για τον Όμηρο έφεραν τον Κακριδή στην πρώτη σειρά των φιλολόγων της εποχής μας, καθώς έγινε εισηγητής της γονιμότερης μεθόδου ερμηνείας των ομηρικών ποιημάτων της «νεοανάλυσης», με τα έργα του Ομηρικές έρευνες (1944), Ομηρικά θέματα (1954), Ξαναγυρίζοντας στον Όμηρο (1985), Προομηρικά – Ομηρικά, Ησιόδεια (1980) και το Μήνυμα του Ομήρου (1985). Αλλά και η μνημειακή μετάφραση της Ιλιάδας(1955), που φιλοτέχνησε μαζί με το Νίκο Καζαντζάκη, δεν αποτελεί μόνο σημαντικό μεταφραστικό άθλο αλλά συνέβαλε και στη γνωριμία των νεοελλήνων με τα ομηρικά έπη. Ακόμη, ασχολήθηκε με τη μελέτη της νεοελληνικής γλώσσας ως οργάνου της λογοτεχνικής έκφρασης, κυρίως στις Νεοελληνικές Μελέτες (1975). Υπήρξε από τους συνεπέστερους μαχητές για την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και ιδιαίτερα για την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος.

[Εξόρμηση, 30 Νοεμβρίου 1986]