Οι εταίρες
Οι εταίρες στην αρχαία ελληνική κοινωνία, ήταν ανεξάρτητες και με επιρροή γυναίκες που είχαν την υποχρέωση να φορούν διακριτικά φορέματα και να καταβάλουν φόρους αλλά έπαιξαν σπουδαίο ρόλο όχι μόνο στις τέχνες αλλά και στην παγκόσμια πολιτική. Επειδή υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις για αυτές τις γυναίκες στην σημερινή χριστιανική κοινωνία, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι όπως γράφουν τα Ενοριακά Νέα:
«οι τελώνες και οι πόρνες, που μετανόησαν και πίστεψαν έμπρακτα σ’ Αυτόν, θα προλάβουν στη βασιλεία του Θεού εσάς που μόνο στα λόγια πιστεύετε στον Θεό»
Ας εγκαταλείψουμε λοιπόν τις προκαταλήψεις και ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν αμέτρητοι χριστιανοί που ήταν ( πριν βαπτιστούν ή πριν μετανοήσουν ) εγκληματίες, πόρνες, μοιχοί, “ρεμάλια της κοινωνίας” που άλλαξαν και αγίασαν.
Μερικά παραδείγματα(κάντε κλικ στο όνομα τους)
Αγία Ευδοκία,
οσία Πανσέμνη ( Όσιοι Θεοφάνης και Πανσέμνη)
οσία Μαρία η Αιγυπτία,
οσία Πελαγία
και πολλές άλλες. Αλλά, ας ρίξουμε μια ματιά στις εταίρες της αρχαιότητος:
Η εταίρα που κυβέρνησε την Ελλάδα
Όλοι, λίγο πολύ, έχουμε ακουστά την Μιλησία Ασπασία, την κόρη του Αξιόχου, την εταίρα, που στάθηκε η συντρόφισσα και κατόπιν γυναίκα του Περικλή, κατά τα τελευταία δεκάξι χρόνια της ζωής του και ουσιαστικά κυβέρνησε μαζί του την Ελλάδα . Σύμφωνα με τον Αισχίνη τον Σωκρατικό, ο Λυσικλής έζησε με την Ασπασία μετά το θάνατο του Περικλή· αναφέρεται επίσης πως ο Αισχίνης ο Σωκρατικός απέδιδε στην Ασπασία και την πολιτική επιτυχία του Λυσικλή. Λίγοι όμως ξέρουν μιαν άλλη Ασπασία, κατά μία γενιά νεώτερη της πρώτης, που καταγόταν κι αυτή από την Ιωνία.
Η Ασπασία της Φωκαϊδας (Μιλτώ.) Η εταίρα που κυβέρνησε την Περσία
Δαρείου καὶ Παρυσάτιδος γίγνονται παῖδες δύο, πρεσβύτερος μὲν Ἀρταξέρξης, νεώτερος δὲ Κῦρος· ἐπεὶ δὲ ἠσθένει Δαρεῖος καὶ ὑπώπτευε τελευτὴν τοῦ βίου, ἐβούλετο τὼ παῖδε ἀμφοτέρω παρεῖναι. Ξενοφώντος Κύρου Ανάβασις
Βιβλίον Α, 1-1
Πρόκειται για την Ασπασία της Φωκαϊδα, την κόρη του Ερμοτίμου, που για το χρώμα της επιδερμίδας της τη φωνάζανε Μιλτώ (δηλαδή Ροδούλα ή Τριανταφυλλένια).. Ήταν μια πανέμορφη κοπέλα, που συδύαζε όμως το κάλλος του σώματος με την ομορφιά της ψυχής και την εξυπνάδα του μυαλού της. Όταν ο Κύρος ο νεώτερος (αυτός του Δαρείου και της Παρυσάτιδος) έγινε σατράπης της Ασίας (δηλαδή της Δυτικής Μικρασίας) ακούγοντας για την ομορφιά της Ασπασίας την πήρε στο «χαρέμι» του. Η Ασπασία οδηγήθηκε αναγκαστικά στην αυλή του σατράπη αλλά με τη σύνεση, την αξιοπρέπεια και τη σεμνότητά της κέρδισε όχι απλώς την εκτίμηση αλλά τον παράφορο έρωτα του Κύρου, που στο τέλος παράτησε τις άλλες γυναίκες του «χαρεμιού» του και ζούσε με την Ασπασα σαν κανονικό ελληνικό ζευγάρι. Στο τέλος και η Ασπασία τον αγάπησε και ανταπέδωσε τον έρωτά του. Και όχι μόνο αυτό. Ο Κύρος τη θεωρούσε ισότιμή του, συζητούσε μαζί της όλες τις υποθέσεις της σατραπείας, ακολουθούσε τις συμβουλές της, που τις εύρισκε πάντα σωστές και γενικά της συμπεριφερόταν όπως ο Περικλής την άλλη Ασπασία, τη Μιλησία.
Η Ασπασία ζώντας μέσα στα πλούτη και τις ανέσεις δεν έχασε την απλότητά της ούτε κυριευτηκε από ματαιοδοξία και έπαρση. Κάποτε χάρισαν στον Κύρο ένα περιδέραιο φτιαγμένο στη Θεσσαλία με εξαιρετική τέχνη . Ο Κύρος χαρούμενος πήγε το μεσημέρι στο παλάτι, αλλά βρήκε την Ασπασία να κοιμάται. Κάθισε δίπλα της περιμένοντας να ξυπνήσει κι όταν αυτή άνοιξε τα μάτια της, της παρουσίασε το δώρο του. Εκείνη όμως το αρνήθηκε λέγοντας πως τέτοιο δώρο είναι αντάξιο της μητέρας του της Παρυσάτιδας, αυτή του προσφέρει το λαιμό της έτσι όπως είναι γυμνόν.
Ο Κύρος εντυπωσιάστηκε και έστειλε το περιδέραιο στη μητέρα του μαζί με γράμμα, όπου εξηγούσε τα καθέκαστα. Η Παρύσατις ενθοσιάστηκε με τη στάση της «νύφης» της και σε ανταπόδοση της έστειλε πολύτιμα βασιλικά δώρα. Και πάλι όμως η Ασπασία δεν τα δέχτηκε, γιατί όπως είπε στον Κύρο, «Δίπλα σου έχω όσα μου χρειάζονται ενώ θα χρησιμέψουν σε σένα, που έχεις τόσους ανθρώπους να θρέψεις».
Όταν ο Κύρος σκοτώθηκε στα Κούναξα, κατά την άτυχη εκστρατεία του κατά του αδελφού του, η Ασπασία, που τον συνόδευε στην εκστρατεία, έπεσε στα χέρια των στρατιωτών του Αρταξέρξη. Αυτοί την οδήγησαν αλυσοδεμένη μπροστά στον Μεγάλο Βασιλιά, εκείνος όμως αγανάκτησε και τους έριξε όλους στη φυλακή, ενώ διάταξε να την ελευθερώσουν και να της δώσουν πολυτελή ρούχα και στολίδια. Η Ασπασία πενθώντας τον Κύρο στην αρχή δεν ήθελε να τα βάλει, αλλά με τα πολλά δέχτηκε να τα φορέσει και όταν παρουσιάστηκε ντυμένη σα βασίλισσα μπροστά στον Αρταξέρξη, του φάνηκε ομορφότερη από όλες τις γυναίκες του.
Ο Αρταξέρξης την πήρε δίπλα του και δε λογάριαζε πια καμιάν από τις άλλες γυναίκες του, εκτός από ένα «τεκνό», τον ωραιότατο νεανίσκο Τιριδάτη, τον αγαπημένο του ευνοούμενο. Σύντομα όμως ο Τιριδάτης πέθανε μόλις δεκάξι χρονών και ο Αρταξέρξης έμεινε απαρηγόρητος. Κήρυξε δημόσιο πένθος σε όλο το βασίλειο και κλείστκε στο δωμάτιό του, όπου κανείς δεν τολμούσε να τον επισκεφτεί. Εντούτοις η Ασπασία, που τον λυπήθηκε, πήγε ντυμένη πένθιμα και όταν ο βασιλιάς πήγε στο λουτρό, εκείνη στάθηκε μπροστά του δακρυσμένη και με τα λόγια της προσπάθησε να απαλύνει τον πόνο του.
Τελικά αγαπήθηκαν και ζήσανε λίγα χρόνια μαζί, αλλά οι περιπέτειες της Ασπασίας δεν τέλειωσαν. Όταν ενηλικιώθηκε ο Δαρείος, ο διάδοχος του θρόνου, ο Αρταξέρξης τον ρώτησε, κατά το έθιμο, τι θα επιθυμούσε σαν πρώτο δώρο για την ενηλικίωσή του. Εκείνος τότε του ζήτησε την Ασπασία! Ο Μεγάλος Βασιλιάς βρέθηκε σε δίλημα. Δεν ήθελε να χάσει την Ασπασία, ούτε όμως να κακοκαρδίσει τον αγαπημένο του γιο, άσε που οι επικρατούντες νόμοι του επιβάλαν να τηρήσει το έθιμο της «πρώτης δωρεάς»
Τη λύση έδωσε η Ασπασία. Από μικρή λάτρευε την Αφροδίτη, που στην Περσία ονομαζόταν Αστάρτη. Ήδη ως ευνιούμενη, του Κύρου πρώτα και του Αρταξέρξη μετά, είχε φτιάσει χρυσά αγάλματα της Θεάς και ίδρυσε ναούς της. Μπροστά λοιπόν στη διαγραφόμενη προοπτική να γίνει ερωμένη τρίτου μονάρχη, ζήτησε από τον Αρταξέρξη να τηρήσει μεν την υπόσχεσή του αλλά να της επιτρέψει να γίνει ιέρεια της Αστάρτης. Μ΄αυτόν τον τρόπο θα ζούσε μεν δίπλα στον Δαρείο, αλλά δεν θα είχε μαζί του ερωτικές σχέσεις, μια που οι ιέριες της Αστάρτης έπρεπε να ζουν σε “αγνότητα”.
Πηγή:Νίκος Σάμιος Βικιπαίδεια, Κύρου Ανάβασις (Ξενοφών), Κλαύδιος Αιλιανός, και από το περιοδικό Φιστίκι αριθ. 11, άρθρο του Δημήτρη Γερμιώτη. Ο Δημήτρης Γερμιώτης είναι μυστηριώδης λόγιος και συνεργάτης του περιοδικού Φιστίκι για τον οποίο το μόνο που είναι γνωστό είναι ότι έλκει την καταγωγή από τη Γέρμα Λακωνίας και ότι πιθανότατα χρησιμοποιεί ψευδώνυμο.