Βύζας και Βυζάντιο.
[… Η πόλη του Βύζα, γιου του Απόλλωνα Κάρνειου και της Κερόεσσας του Καρμάνωρα, είχε τείχη ισχυρά, θεόκτιστα, όπως η Τροία! Τα έκτισε ο Βύζας με τη βοήθεια του Απόλλωνα και φυσικά του Ποσειδώνα. Τα τείχη είχαν δύο εισόδους “επί το θράκιον” και 27 πύργους από τους οποίους υπερείχε ο πύργος του Ηρακλή…]
[… Η πολιτισμική ζωή της πόλης χαρακτηριζόταν από λατρείες που βασίζονταν κυρίως στο ελληνικό πάνθεον: Ποσειδώνας, Απόλλωνας, Άρτεμη, Αφροδίτη, Διόνυσος ήταν μεταξύ των κυριότερων θεοτήτων. Στη Ρωμαϊκή περίοδο προστέθηκαν και θεότητες ανατολικής προέλευσης, όπως ο Σάραπις και η Κυβέλη. Η σημαντικότερη πολιτισμική τελετή ήταν τα Βοσπόρια, μια ιερή λαμπαδηδρομία που ξεκινούσε από την παραλία και κατέληγε στην ακρόπολη, όπου άναβε η ιερή πυρά…]
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Ποτέ οι αυτοκράτορες του Ανατολικού Ρωμαϊκού κράτους δεν αναγνώρισαν άλλο κράτος με την επωνυμία Ρωμαϊκό και αυτός ήταν ένας λόγος της αντιπαράθεσης τους με το κράτος που είναι γνωστό ως Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το οποίο ίδρυσε ο Καρλομάγνος. Η ονομασία Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι επινόηση των δυτικών ιστορικών και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιερώνυμο Βολφ, το 1567 μ.χ.χ. Μετά απ’ αυτόν, καταγράφεται ως κυρίαρχος όρος στην μελέτη της ιστορίας αυτής της κρατικής οντότητας. Η δικαιολόγηση της ονομασίας από τους δυτικούς ιστορικούς, βασίζεται στο σκεπτικό, ότι κατά τον 6ο και 7ο αιώνα συντελούνται τόσο βαθιές αλλαγές στην οργανωτική δομή του κράτους, για παράδειγμα με την αλλαγή της ιδεολογίας που αφορά το πρόσωπο του αυτοκράτορα και την υιοθέτηση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημου γλωσσικού οργάνου, στην κοινωνία, με τις νέες παραγωγικές σχέσεις που συνδέονται με τις καινούργιες εδαφικές πραγματικότητες ως αποτέλεσμα των βαρβαρικών κατακτήσεων στην Δύση, που δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί ο όρος ρωμαϊκός στην κρατική οντότητα που αναδύεται μέσα από τις αλλαγές αυτές. Για να κάνουν διακριτή την διαφορά αυτή λοιπόν, οι ιστορικοί χρησιμοποίησαν τον όρο Βυζαντινό, από το όνομα της αρχαίας πόλης του Βυζαντίου, πάνω στην οποία κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη:
Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου
Ο Κωνσταντίνος είχε επιλέξει αρχικά την Τροία λόγω του συμβολικού βάρους της για τους Ρωμαίους (πατρίδα του Αινεία).
Η μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε άλλη πόλη δεν ήταν στα αρχικά σχέδια του Κωνσταντίνου. Στη Ρώμη έχτισε ο αυτοκράτορας τη θριαμβική αψίδα του, για να θυμίζει στους υπηκόους τη νίκη επί των δυναστικών αντιπάλων του, και εκεί γιόρτασε το 326 την επέτειο των είκοσι χρόνων από την αρχική αναγόρευσή του σε αύγουστο (vicennalia). Ωστόσο κατά τη διάρκεια των εορτασμών έγιναν κάποια έκτροπα, που έδωσαν στον αυτοκράτορα να καταλάβει ότι ενδεχομένως ο λαός της Ρώμης δεν ήταν πλήρως με το μέρος του. Επίσης τον υποστήριζε και μέρος της συγκλητικής τάξης, που έβλεπε στο πρόσωπο του δυναμικού αυτοκράτορα μια απειλή για τα κεκτημένα δικαιώματά της. Έτσι ο Κωνσταντίνος επέλεξε, τέσσερα χρόνια μετά την επίσημη «ίδρυση» της πόλης, να διακηρύξει εκ νέου την ίδρυσή της, αυτή τη φορά ως Νέας Ρώμης, ως νέας πρωτεύουσας του κράτους (4 Νοεμβρίου 328).
Ο Κωνσταντίνος περίμενε να ολοκληρωθούν τα βασικότερα έργα που θα έδιναν στη νέα πρωτεύουσα την αίγλη που της ταίριαζε, αλλά και να δοθούν οι κατάλληλοι οιωνοί από τους επίσημους μάντεις της αυτοκρατορικής αυλής. Τα επίσημα εγκαίνια της νέας πρωτεύουσας πραγματοποιήθηκαν στις 11 Μαΐου 330, με την κορύφωση των εορταστικών εκδηλώσεων που είχαν διαρκέσει 40 ημέρες.
Στην πραγματικότητα, όπως έχει δείξει ο G. Dagron, η ίδρυση της Κωνσταντινούπολης υπήρξε μια μακρά διαδικασία πολλών ετών, την οποία προοδευτικά η παράδοση συνόψισε στην ημερομηνία αυτή. Η παράδοση μάλιστα απέδιδε στον Κωνσταντίνο Α΄ την ανέγερσή του ενός ναού του Δία, αν και η πληροφορία αυτή είναι αδύνατο να ελεγχθεί.
Ο Σωκράτης Σχολαστικός, καταγόμενος ο ίδιος από την Κωνσταντινούπολη, αναφέρει ότι ο Κωνσταντίνος τής έδωσε το όνομά του, όρισε όμως διά νόμου να την αποκαλούν Νέα Ρώμη.
Οι πληροφορίες που έχουμε για τις τελετές των εγκαινίων της νέας πόλης προέρχονται κυρίως από μεταγενέστερες πηγές, συγγραφείς του 6ου και του 7ου αιώνα· έτσι δημιουργείται εύλογα το ερώτημα αν οι περιγραφές αυτές βασίζονταν σε πραγματικά γεγονότα ή ήταν αποκύημα της φαντασίας των συγγραφέων τους ή απήχηση τοπικών θρύλων που ήθελαν να κάνουν το γεγονός να φαντάζει πιο λαμπρό από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Οι βασικότερες αφηγήσεις είναι αυτές του Πασχάλιου Χρονικού και της Χρονογραφίας του Ιωάννη Μαλάλα. Κάποια στοιχεία επίσης διασώζουν τα Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως. Βασισμένοι στις πηγές αυτές σύγχρονοι ιστορικοί προσπάθησαν να ανασυνθέσουν την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στις όχθες του Βοσπόρου εκείνη την άνοιξη του 330, τείνοντας και πάλι ίσως στην υπερβολή.
Σύμφωνα με τις πηγές και την ιστορική ανασύνθεση, οι τελετές για τα εγκαίνια της νέας πόλης άρχισαν στις 2 Απριλίου 330.Έπειτα από σαράντα μέρες εορτασμών και επίδειξης της αυτοκρατορικής γενναιοδωρίας προς τους κατοίκους της πόλης,τοποθετίθηκε άγαλμα του αυτοκράτορα ως Ήλιου-Απόλλωνα στην κορυφή της στήλης. Η στήλη αυτή αποτελούσε στην ουσία ένα είδος φυλαχτού για την πόλη: τα επτά τύμπανα από πορφυρό γρανίτη είχαν μεταφερθεί από την Τροία, ενώ στα θεμέλιά της λεγόταν ότι είχαν τοποθετηθεί αντικείμενα ιδιαίτερης συμβολικής αξίας τόσο για τους χριστιανούς όσο και για τους εθνικούς. Συγκεκριμένα, είχε τοποθετηθεί εκεί η πέτρα την οποία είχε δήθεν χτυπήσει ο Μωυσής για να αναβλύσει νερό στην έρημο, ψάθα από τα πανέρια με τα οποία οι μαθητές του Ιησού είχαν μεταφέρει τα ψωμιά και τα ψάρια στο θαύμα της Γαλιλαίας, αλλά και το Παλλάδιο, δηλαδή το άγαλμα της Αθηνάς που ο Αινείας είχε φέρει μαζί του στη Ρώμη από την Τροία. Το άγαλμα του Κωνσταντίνου ως Ήλιου ήταν καμωμένο από χρυσό. Παρά τους παγανιστικούς συμβολισμούς, επιχειρήθηκε, πιθανότατα σε ελαφρώς μεταγενέστερη φάση, η σύνδεσή του με τη χριστιανική παράδοση· έτσι θεωρήθηκε ότι περιείχε κομμάτι του Τίμιου Ξύλου και ότι οι επτά ακτίνες που αποτελούσαν το στέμμα του έφεραν πυρήνες από τα επτά καρφιά που είχαν χρησιμοποιηθεί στη Σταύρωση του Χριστού.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ
Ανοίγει ο Βόσπορος.
Το 30.000 – 22.000 π.χ.χ. τα συσσωρευμένα νερά της περιοχής, της Βαλτικής από την διάβρωση και την πίεση των κυμάτων που δημιουργείται επί πολλές χιλιάδες χρόνια, σπάει ο Βόσπορος γύρω στο 9.500 π.χ.χ. και κατακλύζεται…
… η στεριά της Αιγηίδος περιοχής (Αιγαίο). Είναι ο κατακλυσμός του Δάρδανου εξ ου και η ονομασία του πορθμού… τα Στενά των Δαρδανελλίων,… του γνωστού και ως Ελλήσποντου.
Πριν υπήρχαν άνθρωποι και πολιτισμοί. Επίσης επειδή η πλάκα του φλοιού της Γής στο Αιγαίο ήταν λεπτή, σπάει και μπατάρισε από ΒΔ προς ΝΑ (για αυτό όλη η περιοχή της ξηράς της ΒΔ Πελοποννήσου υψώθηκε και στην Ολυμπία τα πετρώματα είναι γεμάτα μαλάκια, όστρακα και θαλασσινά απολιθώματα.
Βύζας – Βυζάντιο.
Η πόλη του Βύζα, γιου του Απόλλωνα Κάρνειου και της Κερόεσσας του Καρμάνωρα, είχε τείχη ισχυρά, θεόκτιστα, όπως η Τροία! Τα έκτισε ο Βύζας με τη βοήθεια του Απόλλωνα και φυσικά του Ποσειδώνα. Τα τείχη είχαν δύο εισόδους “επί το θράκιον” και 27 πύργους από τους οποίους υπερείχε ο πύργος του Ηρακλή. Βλ.και σχετικό θέμα/Ηρακλής:
Τα ίχνη των δακτύλων του Ηρακλή και της Μέδουσας νοτιοδυτικά της Αγίας Σοφίας
Τούτος ο πύργος είχε την ιδιότητα να μεταδίδει τη φωνή εκείνων που βρισκόταν έξω προς τα μέσα, σαν ηχείο.
Σχετικά πρόσφατα ήρθε στο φως η ύπαρξη αυτής της αρχαιότατης πόλης. Τα ευρήματα χρονολογούνται τουλάχιστο 6.000 χρόνια πριν από τον 7ο π.χ.χ. αιώνα και την αποικία των Μεγαρέων, δηλαδή, στην 7η χιλιετία π.χ.χ.(3)
Η μητέρα του έδωσε την ονομασία της στον Κεράτιο ή Χρυσοκέρατο κόλπο, ή κατά άλλους, της νύμφης Σεμέστρας. Περισσότερες από μία εκδοχές, πάλι, αναφέρουν ότι παντρεύτηκε τη Φιδάλεια, την κόρη του Θράκα βασιλιά Βαρβύζου είτε Βαρβύσιου. Αρκετές ακόμη αναφορές λέγουν ότι ο Βύζας και η Φιδάλεια διεξήγαν δύσκολους αγώνες εναντίον των Σκύθων και θρακών. Επίσης πολέμησαν εναντίον του αδελφού του Βύζαντα, του Στοίβου(1). Ώστε να αποκαταστήσουν πλήρως την αποικία στη πόλη ”Βυζάντιο” που είχε ιδρύσει ο Βύζαντας(2).
Οι ίδιοι οι κάτοικοι του Βυζαντίου υιοθέτησαν πλήρως αυτόν τον ιδρυτικό μύθο και θεωρούσαν το Μεγαρέα Βύζαντα οικιστή τους. Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο μάλιστα, κόπηκαν νομίσματα με τη μορφή του. Ο Ησύχιος επίσης αναφέρει ότι υπήρχε και άγαλμα του Βύζαντα και της Φιδάλειας σε περίοπτη θέση της πόλης, το οποίο ήταν έργο της Ύστερης Κλασικής ή της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου.
Σύμφωνα λοιπόν με τον επικρατέστερο μύθο, ο βασιλιάς Νίσος των Μεγάρων (κι όχι ο έτερος βασιλιάς Νίσος, του Μεγαρικού επινείου, της πολίχνης Νισαίας) είχε αποστείλει πρεσβεία στο μαντείο για να ρωτήσει πού θα έπρεπε να κατευθυνθεί ο γιος του και μελλοντικός οικιστής. Το μαντείο τον συμβούλεψε πως ο Βύζαντας θα πρέπει να εγκατασταθεί απέναντι ”από την πόλη των τυφλών”. Φτάνοντας στο σημείο όπου η Προποντίδα συναντά το Βόσπορο, ο Βύζας αντιλήφθηκε το χρησμό/προφητεία που είχε δώσει το μαντείο. Η τοποθεσία μάλιστα απέναντι από τη Χαλκηδόνα -η οποία κτίστηκε το 675 π.χ.χ, (σήμερα η περιοχή της παλιάς Χαλκηδόνας ονομάζεται Καντίκιοϊ) ως αποικία των Μεγαρέων, 17 χρόνια πριν κτιστεί το Βυζάντιο και αναπτύχθηκε πολύ γρήγορα λόγω του πανελλαδικά φημισμένου εκεί Μαντείου του Απόλλωνα– συνδύαζε μοναδικά τοπογραφικά χαρακτηριστικά: στο σημείο αυτό ο Βόσπορος, που συνέδεε τον Εύξεινο Πόντο με την Προποντίδα και τελικά με το Αιγαίο και τη Μεσόγειο, σχημάτιζε έναν εξαιρετικά προφυλαγμένο κόλπο, τον Κεράτιο(3).
Από ξηράς η τοποθεσία προφυλασσόταν από υψώματα, ενώ τα νερά που κυλούσαν σε χειμάρρους και ποταμούς εξασφάλιζαν την ύδρευση. Επιπλέον η βλάστηση ήταν πλούσια, ιδιαίτερα σε ψηλά δέντρα που πρόσφεραν πολύτιμη ξυλεία για την οικοδομική και τη ναυπηγική. Ο Βύζας θεώρησε πως οι προγενέστεροι Μεγαρείς άποικοι που εγκαταστάθηκαν στη Χαλκηδόνα πρέπει να ήταν οι ”τυφλοί” που παραγνώρισαν τα μοναδικά προνόμια της θέσης αυτής και προχώρησε στην ίδρυση του Βυζαντίου, της πόλης στην οποία έδωσε το όνομά του.
Τη Χαλκηδόνα την «κυνηγά» πάντα η Ιστορία με την εγκατάσταση των Μεγαρέων. Δημιούργησαν την αποικία τους, τη Χαλκηδόνα, στην ασιατική πλευρά του Βοσπόρου, στην επαρχία της Βιθυνίας, το 865 π.χ.χ., για να δεχτούν την κριτική ότι ήταν τυφλοί, αφού δεν είδαν το «διαμάντι» που ήταν απέναντί τους, δηλαδή την σημερινή Κωνσταντινούπολη, την οποία δημιούργησαν αργότερα ως Βυζάντιο. Η Χαλκηδόνα σήμερα φέρει την ονομασία Καντίκιοϊ.
Ως χρονολογία (συμβατική) ίδρυσης της πόλης θεωρείται το 667 π.χ. χ.
(1) Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης στην περιοχή του Βυζαντίου, σημερινής Κωνσταντινούπολης, έχουν βρεθεί στις όχθες του Kurbagali-dere ελληνικά στο ”Καμπίκοϊ”. Θεωρείται ότι αυτά τα ευρήματα χρονολογούνται από τα τέλη του 7ου αιώνα. Ενώ η έρευνα που διεξάγεται τα τελευταία χρόνια σε μια φυσική σπηλιά στη βραχώδη βόρεια πλαγιά της λίμνης Buyukcekmece, περί τα20 χιλιόμετρα δυτικά της Κωνσταντινούπολης απέδειξε πως οι άνθρωποι ζούσαν εδώ από τους προϊστορικούς χρόνους. Τούτο σαφέστατα συνάδει με τους μύθους της αρχαίας ελληνικής γραμματείας: τον Μεγαρέα αποικιστή Βύζαντα, την σύζυγό του, Φιδάλεια και τους δύσκολους αγώνες που διεξήγαγαν αυτοί οι αποικιστές, εναντίον σκυθικών και θρακικών φύλων. Ένα ενδιαφέρον ακόμη σημείο είναι ότι αυτό το σπήλαιο υπήρξε σαν ένας ιερός τόπος και από τους Χριστιανούς. Το σπήλαιο εκτείνεται στα βάθη της γης σε απόσταση 1 χλμ. και το ύψος κάποιων από τους φυσικούς διαδρόμους του φτάνει τα 15 μέτρα. Στο έδαφος των στοών, κάτω από το εξαιρετικά παχύ στρώμα χώμα και κοπριάς ανακαλύφθηκε ένας μεγάλος αριθμός απολιθωμάτων. Όπως πέτρινα εργαλεία από πυριτόλιθο, αιχμές δοράτων και οστά. Αυτές οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις είναι βέβαια η αποδείξει ότι η περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη έχει κατοικηθεί από την αυγή της ιστορίας.
(2) Το ταξίδι του Βύζαντος και η ίδρυση του Βυζαντίου εντάσσονται σε μια γενικότερη κίνηση των παράκτιων ελληνικών πόλεων. Η κίνηση αυτή, είναι γνωστή ως δεύτερος ελληνικός αποικισμός που εκδηλώθηκε από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π. Χ (ο πρώτος ελληνικός αποικισμός είχε ήδη πραγματοποιηθεί από τον 11ο έως τον 9ο π. χ.χ. αιώνα).
(3) Η Ιώ γέννησε ένα κορίτσι από τον Δία, την Κερόεσσα , στις όχθες του Κεράτιου Κόλπου. Η Κερόεσσα ανατράφηκε από τη νύμφη Σεμέστρα. Ο γιος της Σεμέστρας ή της Κερόεσσα (κατά μια άλλη εκδοχή), ήταν ο Βύζαντας των Μεγάρων, όπου και σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ο ιδρυτής του Βυζαντίου καθώς και έδωσε το όνομα στο Κεράτιο κόλπο από την μητέρας του, την Κερόεσσα είτε τηνπροστατευόμενη της μητέρας του .
Οχι δικέφαλος αετός!
Ο διπλός αετός
Ο διπλός αετός εμφανίζεται στη Ελληνική μυθολογία με το πέταγμα των δύο αετών του Δία που του έδειξαν ότι οι Δελφοί είναι το κέντρο της γης. Σε διάφορα ευρήματα των Μυκηνών και στην Σπάρτη βρέθηκαν οι δίδυμοι αετοί να στολίζουν χρυσά κοσμήματα και πόρπες από ελεφαντόδοντο. Οι Βυζαντινοί τους έλεγαν δίδυμους βασιλικούς και όχι δικέφαλους!
Στην Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιούνταν ο παραδοσιακός ρωμαϊκός μονοκέφαλος αετός τουλάχιστον μέχρι την υστερορωμαϊκή περίοδο. Στους “βυζαντινούς” χρόνους οι αετοί αντικαταστάθηκαν ως επίσημα εμβλήματα του κράτους από τον σταυρό και το χριστόγραμμα, καθώς θεωρούνταν ειδωλολατρικό σύμβολο.
Ο Δικέφαλος αετός των βυζαντινοχριστιανών : Η αριστερή κεφαλή (που είναι στραμμένη προς την δύση) συμβολίζει τη Ρώμη, ενώ η δεξιά (ανατολή) συμβολίζει την Κωνσταντινούπολη.
Ο αετός (δικέφαλος ή μονοκέφαλος) χρησιμοποιήθηκε ευρέως ως μοτίβο σε περσικά και Αρμενικά έργα τέχνης κατά την διάρκεια των πρώτων αιώνων μ.Χ. μέχρι τον 10ο αιώνα μ.Χ.
Διάφορα έθνη τον υιοθέτησαν και συνεχίζουν να τον χρησιμοποιούν ως εθνικό σύμβολό τους μέχρι σήμερα, όπως η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Αλβανία, η Αρμενία και παλιότερα η Ρωσική Αυτοκρατορία καθώς και η Γερμανία
είναι επίσης και σύμβολο των Η.Π.Α
Ειδικότερα η Αυστρία, διάφορες Γερμανικές πόλεις, και η επαρχία Μπόλτσβαλντ της Ολλανδίας χρησιμοποιούν τον δικέφαλο. Αυτοί τον κληρονόμησαν από την “Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία” του Καρλομάγνου κατά το 1250. Πιθανότατα μετά την άλωση του 1204 κάποιοι Ιππότες έφεραν “πίσω” στην “πραγματική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία” το σύμβολο της Ανατολικής Αυτοκρατορίας δεδομένου ότι υπήρχε μεγάλη αντιζηλία μεταξύ των δύο Αυτοκρατοριών.
Σύμφωνα με την πιο επικρατούσα θεωρία, ο δικέφαλος αετός υιοθετήθηκε για πρώτη φορά ως αυτοκρατορικό έμβλημα από τον αυτοκράτορα Ισαάκιο Κομνηνό (1057-1059), εμπνευσμένο από τις τοπικές παραδόσεις για ένα μυθικό ον, το haga, στην πατρίδα του, την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. Οι τοπικοί μύθοι διηγούνται για έναν γιγάντιο αετό με δύο κεφάλια που εύκολα σήκωνε έναν ολόκληρο ταύρο με τα νύχια του. Τον λέγανε haga και οι άνθρωποι συχνά στις προσευχές τους ζητούσαν την προστασία του haga!
Ο συμβολισμός του αετού
Αρπακτικό πουλί, με εντυπωσιακή εμφάνιση, προικισμένο με οξύτατη όραση και κυρτό γαμψό ράμφος. Τα πόδια του έχουν 4 δάκτυλα, 3 μπρος και 1 πίσω με νύχια αγκιστροειδή με τα οποία αρπάζει και κομματιάζει την λεία του. Ζει και χτίζει την φωλιά του σε απρόσιτους βράχους ορεινών περιοχών. Οι νεοσσοί του είναι αδέξιοι στην αρχή γι αυτό τους ανατρέφει για πολύ καιρό με μεγάλη επιμέλεια. Το πέταγμα του είναι μεγαλοπρεπές. Πολλές φορές καθώς πετάει αργά με τα φτερά του ανοιχτά και ακίνητα, μοιάζει σαν να γλιστράει μέσα στον αέρα. Εκμεταλλεύεται επιτήδεια τα ανοδικά ρεύματα του αέρα για να ανεβαίνει σε μεγάλα ύψη χωρίς προσπάθεια. Έχουν υπολογίσει πως ο αϊτός μπορεί να πετάξει με ταχύτητα 31 μέτρα το δευτερόλεπτο, ένας φτερωτός κεραυνός.
Ο Όμηρος του δίνει πολλά επίθετα αγκυλοχείλης, υψιπετής, αίθων. Μέλας, κάρτιστος, ώκιστος, πετεη νών, τελειότατος. Άλλες ιδιότητες που οι αρχαίοι του προσέδιδαν ήταν σκηπτροβάμων (που κάθεται πάνω στο σκήπτρο, εννοείται του Δία). Ζει περίπου 100 χρόνια.
Γνήσια είδη αετών είναι: Ο Χρυσαετός , είναι ο αετός της ιστορίας και των λαϊκών παραδόσεων. Είναι μεγαλόσωμο και εξαιρετικά δυνατό πουλί, με σκούρο καστανό χρώμα, που χρυσίζει στο λαιμό. Πετάει σε μεγάλα ύψη, διαγράφοντας κύκλους πολλές ώρες, με ελάχιστα χτυπήματα των φτερών και είναι ικανός να αντιμετωπίζει και τις πιο δυνατές καταιγίδες. Ο χρυσαετός είναι σύμβολο του Μεξικού και ήταν ο «Αυτοκρατορικός» αετός της σημαίας των ρωμαικών λεγεωνών. Άλλοι είναι ο Βασιλαετόc, στεπαετός, κραυναετός, στικταετός, σπιζαετός, σταυραετός.
Ο Παυσανίας (6,20,12), αναφέρει ότι στην Ολυμπία κατά την διάρκεια των Ολυμπιακών αγώνων, οι αγώνες δρόμου άρχιζαν με την ύψωση στον βωμό του σταδίου ενός χάλκινου αετού, με την βοήθεια ενός μηχανισμού.
Όλες σχεδόν οι παραστάσεις του Δία στην αρχαία Ελληνική τέχνη, έχουν και το σύμβολό του, τον αετό.
Ο Πλίνιος λέει ότι η Ρωμαϊκή λεγεώνα οδηγούνταν στην μάχη με πέντε σημαίες, που καθεμία είχε ως έμβλημα ένα ζώο, αετό, λύκο, μινώταυρο, άλογο και κάπρο. Ο Μάριος γύρω στο 100 π.χ.χ. κράτησε σαν μοναδικό σύμβολο τον αετό, ο οποίος έγινε έτσι το σύμβολο της Ρωμαϊκής λεγεώνας. Ο αετός παριστάνοταν πάνω στις Ρωμαϊκές σημαίες με τα φτερά ανοιχτά, κρατώντας στα νύχια του τον κεραυνό. Ήταν το γενικό έμβλημα, η κύρια σημαία των Ρωμαίων. Οι σπείρες της λεγεώνας είχαν και άλλα ζώα, αλλά όλης της λεγεώνας σημαία ήταν ο αετός. Ο αετοφόρος , αυτός δηλ. που μετέφερε την σημαία ήταν και επικεφαλής όλης της λεγεώνας.
Ο αετός διατηρήθηκε σαν στρατιωτικό σύμβολο και κατά την αυτοκρατορική περίοδο, και μέσα από αυτήν πέρασε στο Βυζάντιο, καθώς και στην Μεσαιωνική και νεότερη Ευρώπη. Συχνές παραστάσεις αετών βρίσκουμε στη Ρώμη, βρίσκουμε σε καλλιτεχνικές συνθέσεις που απεικονίζουν αποθεώσεις αυτοκρατόρων. Είναι γνωστό πως οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες θεοποιούνταν μετά τον θάνατό τους, σύμφωνα με τα πρότυπα των μοναρχιών της ανατολής. Πίστευαν ότι κατά την καύση της σωρού τους η ψυχή τους σε σχήμα αετού πετούσε από την γη στον ουρανό ή τους μετέφεραν στον ουρανό κοντά στους άλλους θεούς δαίμονες με φτερά αετού ή ο ίδιος ο αετός.
Η γνωστότερη από αυτές τις παραστάσεις βρίσκεται στα ανάγλυφα της στήλης του Αντωνίνου που παράγγειλε ο Μάρκος Αυρήλιος μετά τον θάνατο του προκατόχου του.(161μ.χ.χ.). Παριστάνεται η αποθέωση του Αντωνίνου και της γυναίκας του Φαυστίνας την ώρα που ανεβαίνουν στον ουρανό πάνω στα φτερά ενός φτερωτού δαίμονα, ενώ δεξιά και αριστερά τους συνοδεύουν στον δρόμο προς την αθανασία δύο αετοί. Κατά την εποχή του Καίσαρα οι αετοί φτιάχνονταν από καθαρό χρυσάφι
Ο lουλιανός αργότερα θα δει αυτόν τον αετό της Ρώμης να πετά προς την ανατολή και να κρύβεται στα ψηλότερα όρη του κόσμου για δύο χιλιετηρίδες. Ύστερα επιστρέφει στην δύση, κρατώντας ένα σύμβολο στα πόδια του. Το μαντείο του είπε πως η σοφία και η γνώση θα χανόταν για χρόνια από την δύση, και θα επέστρεφε από το Θιβέτ, που θα ‘ταν κρυμμένη για πολλούς αιώνες, ξανά μέσα στα πόδια του Αετού.
SPQR είναι το ακρωνύμιο από τη λατινική φράση Senatus Populusque RHAmnus που σημαίνει «Ο Λαός και η Σύγκλητος της Ρώμης» κατά τα χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.
Το Βυζάντιον κατά την Αρχαιότητα αναλυτικά:
Σύμφωνα με μια εκδοχή για την ίδρυση του Βυζαντίου, όταν ο Βύζας ο Μεγαρεύς ζήτησε χρησμό από τους Δελφούς για την τοποθεσία στην οποία θα έπρεπε να ιδρύσει την αποικία, πήρε χρησμό να στήσει τα θεμέλιά της «απέναντι από την πόλη των τυφλών».1 Φθάνοντας στο Βόσπορο ο Βύζας αντιλήφθηκε αμέσως τη σημασία του χρησμού και έβαλε το θεμέλιο λίθο της αποικίας του στο σημείο όπου ο Βόσπορος έκανε μια βαθιά εσοχή προς τα δυτικά, στον Κεράτιο κόλπο. Αυτή η μυθολογική εκδοχή είναι ίσως η πιο γνωστή σήμερα, αν και στην Αρχαιότητα υπήρχαν πολύ περισσότερες και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους.
Το όνομα Βυζάντιο πάντως παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία, όπως μαρτυρούν τα συγγενή τοπωνύμια Βυζία και Βύζηρες, αλλά και η ονομασία του κοντινού ποταμού Βαρβύζη.2 Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο,3 η προγενέστερη ονομασία της τοποθεσίας ήταν Λύγος. Εξίσου πολλές εκδοχές με αυτές των συνθηκών ίδρυσης της πόλης υπάρχουν και για τη χρονολογία της. Ως επικρατέστερη φαίνεται αυτή του 660 ή 659 π.Χ.,4 ωστόσο υπάρχουν και άλλες που την ανάγουν στα τέλη του 8ου5 ή στις αρχές του 6ου αι. π.χ.χ.6
Η τοποθεσία όπου ιδρύθηκε το Βυζάντιο είχε μοναδικά πλεονεκτήματα. Από κλιματολογικής άποψης ήταν στο σημείο όπου ο Βόσπορος κατέβαζε από τον Εύξεινο Πόντο ψυχρά ρεύματα που έκαναν το καλοκαίρι πιο ευχάριστο αλλά και αρκετές βροχές που έκαναν τα καλλιεργήσιμα εδάφη εύφορα και τα ακαλλιέργητα γεμάτα από πυκνά δάση. Από στρατηγικής πλευράς η χερσόνησος που σχηματιζόταν μεταξύ του Κεράτιου, του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά είχε ένα μοναδικό πλεονέκτημα, καθώς έλεγχε τους θαλάσσιους δρόμους τόσο για αμυντικούς όσο και για εμπορικούς σκοπούς. Ακόμη πιο πλεονεκτική ήταν η θέση του σε σχέση με τον εξελισσόμενο αποικισμό: από τη θέση που βρισκόταν το Βυζάντιο μπορούσε να χρησιμεύσει ως αφετηρία για την ίδρυση και νέων αποικιών κατά μήκος του Βοσπόρου αλλά και στις ακτές του Εύξεινου.
Στο μυχό του Κεράτιου εξέβαλλαν δύο ποταμοί, ο Βαρβύσης (ή Βαρβύζης) και ο Κύδαρις. Τους ποταμούς αυτούς εκμεταλλεύθηκαν οι Βυζάντιοι για να κατεβάζουν ξυλεία από τα γύρω υψώματα, αρχικά για να κτίσουν την πόλη τους, αργότερα το στόλο τους και τέλος για να την εκμεταλλευθούν εμπορικά. Μάλιστα θεωρείται ότι ο πρώτος οικισμός είχε ιδρυθεί ακριβώς εκεί, στο βάθος του Κεράτιου και κοντά στις εκβολές των δύο ποταμών, όπου βρισκόταν το ιερό της Σέμυστρας.
Αργότερα κρίθηκε προφανώς ως προσφορότερη η θέση ακριβώς στην άκρη της χερσονήσου.7 Η θέση οχυρώθηκε με περίβολο μήκους 35 σταδίων, από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος κάλυπταν την πόλη από τη θάλασσα και μόνο 5 στάδια την προστάτευαν από ξηράς.8
Σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς, το Βυζάντιο ήταν η τρίτη καλύτερα οχυρωμένη πόλη του αρχαίου κόσμου μετά τη Μεσσήνη και τη Ρόδο.9 Η τοπική ιστοριογραφία μάλιστα, εμπλουτισμένη με στοιχεία μυθολογικά, απέδιδε την ανέγερση των τειχών αυτών στη θεϊκή βοήθεια που παρείχαν ο Απόλλωνας και ο Ποσειδώνας στο Βύζαντα.10 Στην πραγματικότητα τα ήδη ισχυρά κλασικά τείχη ισχυροποιήθηκαν ακόμη περισσότερο κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της πόλης από το Φίλιππο Β’.
Τα τείχη αποτελούνταν από περισσότερα του ενός τμήματα. Το μπροστινό τμήμα ήταν κτισμένο κατά το ισόδομο σύστημα. Οι τετραγωνισμένοι και λειασμένοι λίθοι ήταν τόσο καλά συναρμοσμένοι μεταξύ τους, ώστε φαίνονταν σαν να μην είχαν αρμούς.11 Πίσω από την πρόσοψη αυτή ορθώνονταν αναχώματα και πρόσθετα οικοδομήματα, τα οποία δημιουργούσαν ένα φαρδύ και προφυλαγμένο περίδρομο με επάλξεις. Τα τείχη διακόπτονταν από επτά ισχυρούς πύργους, που πρόβαλλαν προς τα έξω και προφύλασσαν τις πύλες.12 Ήταν μάλιστα τόσο καλά μελετημένη η θέση των πύργων από πλευράς ακουστικής, ώστε ο ήχος έφτανε από τον ένα στον άλλον σα να βρίσκονταν δίπλα, πράγμα ιδιαίτερα βολικό για τη μετάδοση παραγγελμάτων την ώρα της μάχης. Τα χερσαία τείχη ήταν αρκετά ψηλότερα από τα θαλάσσια, πράγμα φυσικό, αφού από τη θάλασσα περιβάλλονταν από ένα βραχώδες διάζωμα, φυσικό στο μεγαλύτερο μέρος του, το οποίο κρατούσε μακριά τόσο τα κύματα όσο και τους επιδρομείς. Στο μέσο περίπου των χερσαίων τειχών ανοιγόταν η σημαντικότερη πύλη, η Θρακική. Νότια και λίγο ανατολικότερα από τη Θρακική βρισκόταν μια δεύτερη πύλη, το Μίλιον, ενώ μαρτυρείται και μια τρίτη, η Ηράκλεια. Στη βορειοδυτική γωνία των τειχών, ακριβώς πάνω από τη θάλασσα και το λιμάνι που αργότερα ονομάστηκε Νεώριο, βρισκόταν ο μοναδικός κυκλικός και ισχυρότερος πύργος των τειχών.13
Κατά την Κλασική και Ελληνιστική περίοδο το Βυζάντιο φαίνεται πως διέθετε δύο λιμάνια, και τα δύο στη βόρεια πλευρά της χερσονήσου. Το ανατολικότερο, που ονομαζόταν Βοσπόριον, βρισκόταν ακριβώς πριν από την απόληξη της χερσονήσου, τη Βοσπόρια Άκρα. Το δεύτερο ήταν δυτικότερα και κατά τους Μεσαιωνικούς χρόνους ονομαζόταν Νεώριον, χωρίς να γνωρίζουμε την αρχαία του ονομασία.14 Η είσοδος των λιμανιών ήταν κλεισμένη με αλυσίδες, ενώ ισχυροί προμαχώνες εκατέρωθεν του ανοίγματος πρόσφεραν καλή αμυντική προφύλαξη.
Αφύλαχτοι λιμένες φαίνεται ότι υπήρχαν και στη νότια πλευρά στη μεταγενέστερη περιοχή της Βλάγκας και του Kad1rga L1man1. Χώρο ελλιμενισμού φυσικά παρείχε και ο Κεράτιος.15
Η άκρη της χερσονήσου είχε ανέκαθεν ιερό χαρακτήρα. Στη Βοσπόριο Άκρα, ακριβώς μέσα από τα θαλάσσια τείχη βρισκόταν ο ναός του Ποσειδώνα16 και ο βωμός της Αθηνάς Εκβασίας. Λίγο πιο μέσα, στον πρώτο λόφο, ορθώνονταν το ιερό της Αφροδίτης, το ιερό του Απόλλωνα-Ήλιου και το ιερό της Άρτεμης.17 Είναι πολύ πιθανό ότι το ιερό του Απόλλωνα18 βρισκόταν ακριβώς στο σημείο όπου σήμερα στέκει ακόμη ο επονομαζόμενος «κίονας των Γότθων», τον οποίο ανέθεσε κάποιος αυτοκράτορας, πιθανότατα ο Σεπτίμιος Σεβήρος, για να μνημονεύσει νίκη του επί των Γότθων, αντικαθιστώντας, σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, παλαιότερο άγαλμα του οικιστή Βύζαντα. Τα «στάδια και τα γυμνάσια» βρίσκονταν μεταξύ του ναού του Ποσειδώνα και των θαλάσσιων τειχών, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε περισσότερα στοιχεία γι’ αυτά. Φιλολογικές μόνο μαρτυρίες έχουμε και για το ιερό του Διονύσου, καθώς και για ορισμένα ακόμη ιερά που βρίσκονταν εκτός των τειχών, στο μυχό και την είσοδο του Κεράτιου αλλά και στις Συκαιές, το σημερινό Γαλατά.
Στην κορυφή του δεύτερου λόφου, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Αγία Σοφία, ήταν κτισμένη η μεγάλη αγορά της πόλης. Η θέση της ήταν ακόμη περισσότερο υπερυψωμένη χάρη σε βαθμιδωτό κρηπίδωμα. Την αγορά περιέβαλλαν λαμπρέςστοές και για το λόγο αυτό στις πηγές απαντά μερικές φορές στις πηγές ως «Τετράστωον». Σε μεταγενέστερη ενδεχομένως εποχή, κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, στο κέντρο του Τετραστώου υψωνόταν ένας κίονας με το άγαλμα του Ηλίου.19
Κατά την επανίδρυση της πόλης από το Σεπτίμιο Σεβήρο το ιστορικό κέντρο απέκτησε δύο μεγάλα οικοδομήματα, τον Ιππόδρομο και τα Λουτρά του Ζευξίππου, ένα περίφημο συγκρότημα που κτίστηκε επάνω από τον προγενέστερο ναό του Δία. Στο Σεβήρο επίσης αποδίδεται και το Κυνήγιον, ένα αμφιθέατρο που χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για αναπαραστάσεις κυνηγιού άγριων ζώων.
Ένας πρόσθετος παράγοντας που συνηγορεί υπέρ της μεγαρικής καταγωγής των πρώτων αποίκων της πόλης είναι το ότι η πόλη είχε υιοθετήσει το μεγαρικό αλφάβητο, το ημερολόγιο και τις βασικές λατρείες.
Όποια εκδοχή και αν δεχτούμε για το χρόνο και τις συνθήκες ίδρυσης της πόλης είναι βέβαιο ότι στην πρώιμη φάση της ιστορίας του το Βυζάντιο πρέπει να πολέμησε σκληρά εναντίον των θρακικών φύλων που το περιτριγύριζαν.20 ΟιΔωριείς άποικοι φρόντισαν να εφαρμόσουν ένα σύστημα ελέγχου όπως αυτό της Σπάρτης, καθιστώντας τους ντόπιους ένα είδος ειλώτων, τους οποίους αποκαλούσαν «προύνικους». Φαίνεται πάντως ότι η πόλη διατηρούσε καλές σχέσεις με τους Αχαιμενίδες. Ο τύραννος Αρίστων του Βυζαντίου αναφέρεται μεταξύ των Ελλήνων πολιτικών και στρατηγών που υποστήριξαν το Δαρείο κατά τη σκυθική εκστρατεία, παρέχοντάς του μάλιστα και πλοία.21 Ωστόσο, το Βυζάντιο δεν υπήρξε από τις πιο πιστές πόλεις προς τον Πέρση βασιλιά. Όταν αυτός καθυστέρησε να επιστρέψει, οι Βυζάντιοι πρότειναν να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους, ίσως μάλιστα να προέβαιναν και σε καταστροφή της γέφυρας του Βοσπόρου. Η στάση αυτή εξόργισε το Δαρείο, ο οποίος στην επιστροφή του αποφάσισε να τιμωρήσει το Βυζάντιο -η θέση του οποίου ήταν τόσο κομβική- και ανέθεσε τη διακυβέρνησή του στο γνωστό για τη σκληρότητά του Οτάνη.22
Κατά τη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης το Βυζάντιο καταλήφθηκε από τις ενωμένες ελληνικές δυνάμεις.23 Μετά το ατυχές για τους Έλληνες τέλος της επανάστασης, αρκετοί επιφανείς πολίτες του Βυζαντίου, φοβούμενοι την οργή των Περσών, μαζί με πολίτες της Χαλκηδόνας που είχαν κρατήσει αντιπερσική στάση έφυγαν και ίδρυσαν τη Μεσημβρία στις δυτικές ακτές του Εύξεινου Πόντου.24 Πράγματι, το Βυζάντιο υπέστη σε αντίποινα εκτεταμένες καταστροφές από τους Πέρσες.25
Κατά τη διάρκεια των Μηδικών ο έλεγχος του Βυζαντίου εξασφάλισε στον περσικό στρατό ασφαλή επιστροφή, ιδιαίτερα μετά την οριστική ήττα στις Πλαταιές το 478 π.Χ. Ωστόσο οι ίδιοι οι Έλληνες ήταν αυτοί που, με επικεφαλής το νικητή των Πλαταιών Παυσανία, κατέλαβαν την πόλη και συνέλαβαν αρκετούς από τους Πέρσες ευγενείς της άρχουσας τάξης.26 Στη συνέχεια όμως φαίνεται ότι ο Παυσανίας ήρθε σε συνεννόηση με τον Ξέρξη και παρέμεινε διοικητής της πόλης, παρά τη θέληση των Σπαρτιατών, για άλλα επτά χρόνια, δηλαδή περίπου έως το 470 π.Χ.27 Η περίοδος της διακυβέρνησής του περιγράφηκε με μελανά χρώματα. Τελικά ο Παυσανίας εκδιώχθηκε από τους Αθηναίους, που ανέκαθεν εποφθαλμιούσαν τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου.
Το Βυζάντιο στη συνέχεια απέκτησε δημοκρατικό πολίτευμα, ενώ προσχώρησε στη Δηλιακή Συμμαχία, συνεισφέροντας μάλιστα με μεγάλα ποσά, εξαιτίας της ανθηρής οικονομικής του κατάστασης.28 Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου το Βυζάντιο συντάχθηκε αρχικά με τους Αθηναίους.29 Το 416 π.Χ. μαζί με την Καλχηδόνα οργάνωσε μια εκστρατεία εναντίον της Βιθυνίας.30 Μετά την αποτυχία της σικελικής εκστρατείας όμως, καθώς διαφαινόταν πλέον η ήττα της Αθήνας, το Βυζάντιο έσπευσε να έρθει σε συνεννοήσεις με τους Σπαρτιάτες και τελικά αποσκίρτησε από τον αθηναϊκό συνασπισμό το 411 π.Χ. Την επόμενη χρονιά όμως ο Σπαρτιάτης στρατηγός Κλέαρχος κατέλαβε την πόλη με την πρόφαση της ανάγκης να σταματήσει η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο.31
Οι Αθηναίοι στράφηκαν εναντίον του Βυζαντίου και ο Αλκιβιάδης το πολιόρκησε το 409 π.Χ. Ο Κλέαρχος, που το υπερασπιζόταν, κάποια στιγμή εγκατέλειψε την πόλη και τότε κάποιοι πολίτες άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες, αρκετοί πολίτες του Βυζαντίου παρέμειναν πιστοί στους Σπαρτιάτες και δόθηκε μάχη ακόμα και εντός των τειχών, έως ότου ο Αλκιβιάδης υποσχέθηκε αμνηστία.32 Μετά την ήττα τους στους Αιγός Ποταμούς οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης, σύμφωνα με την οποία όφειλαν, μεταξύ άλλων, να εγκαταλείψουν και το Βυζάντιο. Οι Βυζάντιοι που είχαν ανοίξει τις πύλες στον Αλκιβιάδη ακολούθησαν το αθηναϊκό στράτευμα και αργότερα πήραν τιμητικά την αθηναϊκή πολιτεία.33
Το 403 π.Χ. οι Βυζαντινοί αντιμετώπισαν πρόβλημα με τα θρακικά φύλα και ζήτησαν τη βοήθεια των Σπαρτιατών, οι οποίοι έστειλαν ξανά τον Κλέαρχο. Ο τελευταίος όμως εφάρμοσε καθεστώς τρομοκρατίας και οι Σπαρτιάτες αναγκάστηκαν να τον ανακαλέσουν βίαια και να τοποθετήσουν στη θέση του τον Κλέανδρο.34 Περί το 390 π.Χ. ο Θρασύβουλος έβαλε οριστικό τέλος στη σπαρτιατική παρουσία στην πόλη, καθώς και στο ολιγαρχικό πολίτευμα που είχε επικρατήσει. Για να διασφαλίσουν τη συμμαχία τους με το Βυζάντιο οι Αθηναίοι πριν από την ίδρυση της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας έσπευσαν να κλείσουν ειδική συνθήκη.35 Ωστόσο η νομιμοφροσύνη των Βυζαντινών προς τους Αθηναίους δεν είχε στέρεες βάσεις. Το 364 π.Χ. ο Επαμεινώνδας τους προσεταιρίστηκε σχετικά εύκολα, προκειμένου να στηρίξει με το ναυτικό τους την ανερχόμενη ισχύ του βοιωτικού κοινού και τη θηβαϊκή κυριαρχία. Το 362 π.Χ. οι Βυζαντινοί απέκλεισαν για μια ακόμη φορά τα στενά για τα πλοία που ανεφοδίαζαν με δημητριακά την Αθήνα. Νέα κρίση στις σχέσεις των δύο πόλεων επήλθε το 357 π.Χ., όταν το Βυζάντιο συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Μαυσώλου. Όταν τελικά επιτεύχθηκε εκ νέου συνθήκη ειρήνης οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν, εξαπλώνοντας την επιρροή τους στην Καλχηδόνα και τη Σηλυμβρία.
Το Βυζάντιο ήρθε ξανά στο προσκήνιο τον καιρό της εξάπλωσης του Φιλίππου Β΄. Η διαμάχη τους με το βασιλιά των Θρακών Κερσοβλέπτη τούς οδήγησε να κλείσουν συνθήκη ειρήνης με το Φίλιππο. Ωστόσο, όταν εκείνος τους ζήτησε να στραφούν ενεργά εναντίον της Αθήνας, απέφυγαν να το κάνουν. Ο Φίλιππος φρόντισε να εκδικηθεί. Το 341/340 π.Χ. επιτέθηκε εναντίον της γειτονικής Περίνθου, την οποία οι Βυζαντινοί υποστήριξαν ενεργά. Όταν η πολιορκία του απέτυχε, ο Φίλιππος κινήθηκε γρήγορα εναντίον του Βυζαντίου, του οποίου οι πιο αξιόμαχες δυνάμεις βρίσκονταν ακόμη στην Πέρινθο.36 Η πολιορκία του Βυζαντίου από το Φίλιππο πήρε σχεδόν επικές διαστάσεις στη συλλογική μνήμη των πολιτών.37 Οι Βυζάντιοι μάλιστα θεώρησαν ότι η τελική τους σωτηρία επήλθε από τη θεά Εκάτη Φωσφόρο. Στην ουσία ορισμένες ελληνικές πόλεις, με επικεφαλής την Αθήνα, κήρυξαν επίσημα τον πόλεμο εναντίον του Φιλίππου, πράγμα που μέχρι τότε δίσταζαν να κάνουν.38 Μεταξύ των στρατηγών του εκστρατευτικού σώματος ήταν ο ρήτορας Δημοσθένης, από τους επικεφαλής της αντιμακεδονικής παράταξης. Η πολιορκία κατέληξε άδοξα για το Φίλιππο, ο οποίος ωστόσο φρόντισε να εκδικηθεί τουλάχιστον το στρατηγό των Βυζαντίων, το Λέοντα, τον οποίο διέβαλε στους συμπατριώτες του εξαναγκάζοντάς τον τελικά να αυτοκτονήσει.
Παρά τα εμπόδια που είχε δημιουργήσει το Βυζάντιο στον πατέρα του, ο Αλέξανδρος άφησε την πόλη σε καθεστώς αυτονομίας, επιτρέποντάς της να κόβει τα δικά της νομίσματα. Είναι προφανές ότι είχε αναγνωρίσει τη στρατηγική της σημασία και δεν επιθυμούσε να διατρέχει τον κίνδυνο προδοσίας. Πράγματι, κατά την εκστρατεία του προς το Δούναβη οι Βυζαντινοί τον υποστήριξαν στέλνοντας μία μοίρα του ναυτικού τους να αναπλεύσει τον ποταμό.39 Μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου οι Βυζαντινοί υποστήριξαν αρχικά τον Αντίγονο στον αγώνα του εναντίον του Πολυπέρχοντα, στη συνέχεια όμως διατήρησαν ουδετερότητα στον αγώνα του εναντίον του Κασσάνδρου και του Λύσανδρου.40 Γενικά πάντως διατήρησαν φιλική στάση προς τους Αντιγονίδες, ιδρύοντας μάλιστα και αγάλματα προς τιμήν του Δημητρίου και του γιου του, του Αντιγόνου Γονατά, στην Ολυμπία.41 Μετά τη μάχη στο Κουροπέδιο το Βυζάντιο συνασπίστηκε με την Ηράκλεια του Πόντου, προκειμένου να αντισταθούν στουςΣελευκίδες.42
Το 278 π.Χ. τα κελτικά φύλα επέδραμαν προς τη Μικρά Ασία και την κυρίως Ελλάδα και πέρασαν τον Ελλήσποντο. Το Βυζάντιο δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις ορδές των Γαλατών που σάρωσαν την ύπαιθρο χώρα και δέχτηκε να πληρώσει βαρύ φόρο, που έφτανε περίπου τα 80 τάλαντα. Στα χρόνια που ακολούθησαν πάγια επιδίωξη των Βυζαντινών ήταν η επέκταση της κυριαρχίας τους και ιδιαίτερα του ελέγχου του εμπορίου διαμέσου των Στενών. Έτσι προέβησαν σε πόλεμο εναντίον της Καλλάτιδος, των Τόμων και της Ίστριας, καθυποτάσσοντας την πρώτη, ενώ αναζήτησαν προστασία στους Πτολεμαίουςτης Αιγύπτου.43 Προχωρώντας ακόμη περισσότερο, το Βυζάντιο θέλησε να επιβάλει δασμούς στα Στενά. Η ενέργεια αυτή όμως εξόργισε τη Ρόδο, που το ναυτικό της πληττόταν άμεσα, η οποία κήρυξε αμέσως τον πόλεμο. Οι Ρόδιοι ζήτησαν τη βοήθεια του Προυσία της Βιθυνίας, ο οποίος άρχισε να καταλαμβάνει τις μικρασιατικές κτήσεις του Βυζαντίου. Τελικά επιτεύχθηκε ειρήνη με τη μεσολάβηση του Κέλτη ηγεμόνα Καβάρου και οι Βυζαντινοί αναγκάστηκαν να καταργήσουν τους δασμούς, παίρνοντας πίσω τα εδάφη τους.44 Βυζάντιο και Ρόδος ξεπέρασαν τις διαφορές τους και δημιούργησαν συνασπισμό με τονΆτταλο Β΄ του Περγάμου προκειμένου να αντιμετωπίσουν το Φίλιππο Ε’. Το Βυζάντιο ήθελε με τον τρόπο αυτό να ανακτήσει τον έλεγχο της Περίνθου που του τον είχε αφαιρέσει ο βασιλιάς της Μακεδονίας. Η εμπλοκή της Ρώμης με το μέρος του συνασπισμού είχε θετικά αποτελέσματα, καθώς μετά τη μάχη της Πύδνας (197 π.Χ.) το Βυζάντιο πήρε πίσω την Πέρινθο.45
Το Βυζάντιο παρέμεινε στο πλευρό της Ρώμης σε όλους τους αγώνες της για εδραίωση της κυριαρχίας της στην Ανατολή: στον πόλεμο εναντίον του Ανδρονίκου (Ανδρίσκου;) της Μακεδονίας, στους Μιθριδατικούς πολέμους, αλλά και στον αγώνα εναντίον των πειρατών της Κιλικίας.
Η επέκταση της ρωμαϊκής κυριαρχίας δεν αποτέλεσε επομένως απειλή για τους Βυζαντινούς. Αντίθετα, μέσα στις ευνοϊκές συνθήκες που εξασφάλισε η pax romana το Βυζάντιο παρέμεινε η δεύτερη, μετά τη Ρόδο, σημαντικότερη ναυτική δύναμη της Ανατολής. Εξάλλου συχνά το Βυζάντιο χρησιμοποιήθηκε από τους Ρωμαίους ως ενδιάμεσος σταθμός για τη διαπεραίωση των στρατευμάτων τους στη Μικρά Ασία. Εξίσου σημαντικός ήταν ο ρόλος του Βυζαντίου στους συχνούς αγώνες εναντίον των Θρακών. Για το λόγο αυτό αρκετοί αυτοκράτορες παραχώρησαν προνόμια στην πόλη. Έτσι ο Κλαύδιος εκχώρησε πενταετή ατέλεια, ο Τραϊανός, έπειτα από πρόταση του λεγάτου του, του Πλινίου του Νεότερου,46 κατάργησε τις εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία, ενώ παραδίδεται ότι και ο Αδριανός εφοδίασε την πόλη με ένα υδραγωγείο.
Η αλιεία, η γεωργία και τα έσοδα από τους τελωνειακούς δασμούς χάριζαν στην πόλη ευημερία ακόμα και στα τέλη του 2ου αιώνα, όταν αρκετές άλλες πόλεις της αυτοκρατορίας άρχισαν να διέρχονται κρίση. Τότε όμως το Βυζάντιο διέπραξε ένα σημαντικό πολιτικό λάθος, υποστηρίζοντας τον Πεσκένιο Νίγηρα στον αγώνα του εναντίον του Σεπτιμίου Σεβήρου. Ο τελευταίος προέβη σε συστηματική πολιορκία της πόλης, η οποία συνεχίστηκε ακόμα και μετά το θάνατο του Νίγηρα στη Μικρά Ασία. Οι πολεμικές μηχανές και η ισχύς των τειχών του έκαναν το Βυζάντιο να αντισταθεί για τρία περίπου χρόνια. Όταν επιτέλους καταλήφθηκε, η τιμωρία υπήρξε σκληρή. Η πόλη καταστράφηκε από τα ρωμαϊκά στρατεύματα. Ο γιος και διάδοχος του Σεβήρου όμως, ο Καρακάλλας, κατόρθωσε να μεταστρέψει τον πατέρα του, ο οποίος τελικά προέβη σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης και εκχώρηση αρκετών από τα προνόμια που της είχε αφαιρέσει. Μεταξύ των κτισμάτων του Σεβήρου συγκαταλέγονται μια στοά, τα επονομαζόμενα «Λουτρά του Ζευξίππου», το «Κυνήγιον» (μάλλον αμφιθέατρο όπου παρουσιάζονταν κυνήγια άγριων ζώων) και ο Ιππόδρομος. Ο Σεβήρος επίσης φαίνεται ότι μετέφερε το ναό του Απόλλωνα εντός της ακρόπολης. Έτσι το Βυζάντιο έζησε μια περίοδο ακμής περίπου μισό αιώνα ακόμη.
Μια νέα φάση καταστροφής επήλθε επί αυτοκράτορα Γαλλιηνού, ο οποίος τιμώρησε τους κατοίκους για την απείθειά τους στο θέμα της δυναστικής διαδοχής. Από τα μέσα του 3ου αιώνα οι επιδρομές των βαρβαρικών φύλων, κυρίως των Γότθων, και οι αναταραχές στους κόλπους του ρωμαϊκού στρατού έβαλαν συχνά την πόλη στο μάτι του κυκλώνα. Ωστόσο τα πλήγματα δεν ήταν αποφασιστικά. Σημαντική ωστόσο υπήρξε η απόφαση του Διοκλητιανού κατά τη διάρκεια της διοικητικής του μεταρρύθμισης, να κάνει την Πέρινθο, και όχι το Βυζάντιο, πρωτεύουσα επαρχίας. Οι εμφύλιοι πόλεμοι που ξέσπασαν μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού και την κατάρρευση της Τετραρχίας έφεραν και πάλι στο προσκήνιο το Βυζάντιο. Τα τείχη ισχυροποιήθηκαν και, εξαιτίας της οχυρής του θέσης, ο Λικίνιος κατέφυγε εκεί μετά την ήττα του στην Αδριανούπολη. Ο αντίπαλός του, ο Κωνσταντίνος, τον καταδίωξε και τον ανάγκασε να παραδοθεί. Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας αυτής ίσως αντιλήφθηκε τα μοναδικά πλεονεκτήματα που είχε η θέση της πόλης και τελικά αποφάσισε να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσά του, την οποία μετονόμασε σε Νέα Ρώμη.
4. Πολιτισμός και καθημερινή ζωή
Κατά την Ύστερη Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο το Βυζάντιο βρισκόταν στην περίοδο της μεγαλύτερης ευμάρειάς του. Η συσσώρευση πλούτου όμως φαίνεται πως είχε κάνει τους κατοίκους ευδαιμονιστές και μαλθακούς.
Σύμφωνα με το Θεόπομπο της Χίου, περνούσαν τη ζωή τους στην αγορά, τις ταβέρνες και την παραλία, κυνηγώντας κάθε είδους απόλαυση και ιδιαίτερα το κρασί.
Ο Μένανδρος επαναλαμβάνει την κατηγορία αυτή, η οποία φαίνεται ότι είχε γίνει κοινός τόπος, στην Αυλητρίδα του. Περισσότερες από μία μνείες στην ασωτία των Βυζαντινών κάνει ο Αθήναιος στους Δειπνοσοφιστές. Σε μια περίπτωση μάλιστα παραθέτει απόσπασμα του Φυλάρχου του Αθηναίου, ο οποίος έγραφε ότι η αγάπη τους για το κρασί τούς έκανε να μην ανέχονται ούτε τον ήχο της πολεμικής σάλπιγγας.
Ο στρατηγός τους Λεωνίδης για να τους πείσει να πολεμήσουν σε κάποια περίσταση έβαλε τους εμπόρους κρασιού να στήσουν τις τέντες τους επάνω στις επάλξεις, και τότε κάποιοι άρχισαν να μένουν, όχι για την άμυνα τόσο όσο για να εξασφαλίσουν τις προμήθειές τους. Αλλά και ο συμπατριώτης τους Αντίφιλος ο Βυζάντιος, ποιητής του 1ου αιώνα, στηλιτεύει με σκωπτική πένα τη μέθη των Βυζαντινών.47
Ωστόσο αυτή ήταν μία μόνο πτυχή της καθημερινότητας. Το Βυζάντιο είχε να επιδείξει και αρκετές άλλες. Η ποίηση, και γενικότερα τα γράμματα, ήταν κάτι με το οποίο καταπιάνονταν οι Βυζαντινοί με επιτυχία. Μάλιστα από το Βυζάντιο προερχόταν μία από τις διασημότερες γυναίκες ποιήτριες του αρχαίου κόσμου, η Μοιρώ, η οποία άκμασε περίπου το 300 π.x.x. και έμεινε γνωστή κυρίως για το ποιητικό της έργο Αραί, δηλαδή κατάρες. Από το Βυζάντιο τέλος κατάγονταν σημαντικοί επιστήμονες, όπως ο Φίλων, καθώς και άνθρωποι των γραμμάτων, όπως ο Αριστοφάνης και ο Διονύσιος.
Η πολιτισμική ζωή της πόλης χαρακτηριζόταν από λατρείες που βασίζονταν κυρίως στο ελληνικό πάνθεον: Ποσειδώνας, Απόλλωνας, Άρτεμη, Αφροδίτη, Διόνυσος ήταν μεταξύ των κυριότερων θεοτήτων. Στη Ρωμαϊκή περίοδο προστέθηκαν και θεότητες ανατολικής προέλευσης, όπως ο Σάραπις και η Κυβέλη. Η σημαντικότερη πολιτισμική τελετή ήταν τα Βοσπόρια, μια ιερή λαμπαδηδρομία που ξεκινούσε από την παραλία και κατέληγε στην ακρόπολη, όπου άναβε η ιερή πυρά.
Όπως είναι φυσικό, σε μια πόλη η οποία καταστράφηκε και ξανακτίστηκε, επανιδρύθηκε και αποτέλεσε πρωτεύουσα αυτοκρατοριών για αιώνες, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα από την Αρχαιότητα μόλις που διακρίνονται εδώ κι εκεί στο παλίμψηστο της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης. Ένα τέτοιο μνημείο είναι ο «κίονας των Γότθων», στον οποίο αναφερθήκαμε, και ο οποίος σήμερα είναι ορατός μεταξύ του οθωμανικού παλατιού του Τοπ Καπί και των θαλάσσιων τειχών. Ο κίονας, που μάλλον αντικατέστησε το άγαλμα του οικιστή Βύζαντα, βρισκόταν σε περίοπτη θέση μέσα στην αρχαία πόλη, κοντά στα σημαντικότερα ιερά. Τμήματα ενός άλλου κίονα, που προφανώς σκοπό είχε να εξυμνήσει τις στρατιωτικές νίκες ενός αυτοκράτορα, είναι τα ανάγλυφα που βρίσκονται εντοιχισμένα χαμηλά στον εξωτερικό τοίχο του λουτρού του Beyazid στην Ordu Caddesi. Ένα από αυτά, τοποθετημένο δυστυχώς ανάποδα, εικονίζει μια ρωμαϊκή λεγεώνα σε ώρα πορείας.48
Ο ανοιχτός χώρος μπροστά στην Αγία Σοφία και ως το σημερινό At Meydan1αντιστοιχούσε στο ρωμαϊκό Φόρο του Αυγούστου. Ωστόσο τίποτε δε σώζεται σήμερα. Αντίθετα, ορατά είναι κάποια κατάλοιπα του Ιπποδρόμου, ο οποίος θεμελιώθηκε από το Σεπτίμιο Σεβήρο, ως μέρος της ανακατασκευής της πόλης. Η ορατή σφενδόνη του Ιπποδρόμου, κρυμμένη πίσω από μεταγενέστερα κτήρια στην κατωφέρεια του δρόμου που οδηγεί προς τον Άγιο Σέργιο και Βάκχο (Kόηόk Aya Sofya Camii) χρονολογείται σε υστερότερη φάση ανακατασκευής του Ιπποδρόμου, ωστόσο οριοθετεί την αρχαιότερη σφενδόνη. Από την αγορά του Αυγούστου ξεκινούσαν η Μέση, η οδός που κατευθυνόταν προς τη θάλασσα του Μαρμαρά, και τα τείχη του Σεπτιμίου Σεβήρου. Η οδός αντιστοιχούσε περίπου στη σημερινή Divan Yolu. Στο σημείο εκκίνησης της Μέσης βρισκόταν ένα μνημειώδες τετράπυλο, το Μίλλιον. Μία δεύτερη αγορά, αυτή των βοοειδών ή Forum Bovis, βρισκόταν στο σημερινό Aksaray, κοντά στο υδραγωγείο του Βάλεντα (375). Το τελευταίο ωστόσο ενδέχεται να κατασκευάστηκε πολύ νωρίτερα, και στην πραγματικότητα πρόκειται για υδραγωγείο το οποίο δώρισε στην πόλη ο αυτοκράτορας Αδριανός περίπου το 125. Επρόκειτο για ένα περίτεχνο υδρευτικό έργο που συνδεόταν με πολύ εκτεταμένο δίκτυο κεραμικών και λίθινων αγωγών οι οποίοι μετέφεραν νερό από πηγές και ρυάκια εκτός πόλης.
Αρκετά έχουν ειπωθεί κατά καιρούς για την αρχαιότητα της προέλευσης των κιόνων της Αγίας Σοφίας. Ωστόσο σύγχρονες μελέτες αποδεικνύουν ότι στην πλειονότητά τους οι κίονες αυτοί ήταν εξαρχής κατασκευασμένοι για να στολίσουν τη μεγάλη εκκλησία, αν και προερχόμενοι από διαφορετικά λατομεία του ελλαδικού κυρίως χώρου. Αντίθετα, βεβαιωμένη είναι η αρχαιότητα των κιόνων και των βάσεων κιόνων που είναι εντοιχισμένοι στα κατώτερα τμήματα των τοίχων του παλατιού του Βουκολέοντος (στη σημερινή Kennedy Caddesi, έξω ακριβώς από τα θαλάσσια τείχη). Οι κίονες χρονολογούνται στον 5ο αι. π.χ.χ. και προέρχονται από αταύτιστο, μέχρι στιγμής, ιερό που βρισκόταν στην περιοχή.
Στον ημιόροφο του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κωνσταντινούπολης μια αίθουσα επιγράφεται Istanbul Through the Ages (Η Κωνσταντινούπολη διαμέσου των αιώνων). Στην αίθουσα αυτή μπορεί κανείς να δει κατάλοιπα της καθημερινής ζωής της αρχαίας πόλης, όπως είναι κεραμικά αντικείμενα, τα πρωϊμότερα από τα οποία χρονολογούνται στον 7ο αι. π.χ.χ. Μια σειρά από επιτύμβιες στήλες μάς δίνουν πληροφορίες τόσο για την ονοματολογία των νεκρών όσο και για τις συνήθειές τους, καθώς σε αρκετές από αυτές υπάρχουν ανάγλυφες παραστάσεις με σκηνές καθημερινής ζωής ή συμποσίων.
6. Επιγραφικές μαρτυρίες
Σε αντίθεση με τα κατάλοιπα κτηρίων και έργων τέχνης που είναι πενιχρά, αρκετά πλούσιο είναι το επιγραφικό υλικό το οποίο έφτασε σε εμάς είτε από ανασκαφές είτε επάνω σε υλικό επαναχρησιμοποιημένο σε οικοδομές. Όπως προαναφέρθηκε, έχει σωθεί αρκετά μεγάλος αριθμός επιγραφών, άλλες επιτύμβιες και άλλες αναθηματικές ή τιμητικές.49 Ειδικά οι τιμητικές επιγραφές μάς δίνουν μια καλή εικόνα της εξωτερικής πολιτικής της πόλης, αφού πολύ συχνά οι πολίτες που τιμώνται είναι αυτοί που ηγούνταν πρεσβειών ή αναλάμβαναν το ρόλο μεσολαβητή προς άλλες πόλεις ή ηγεμόνες. Ενδεικτική είναι η τιμητική επιγραφή για τον Εύδαμο, γιο του Νίκωνα, ο οποίος καταγόταν από το Βυζάντιο και είχε καταφέρει να ανέλθει στην αυλική αριστοκρατία του Αντίοχου (βλ.Παράθεμα 1). Δε λείπουν ωστόσο και επιγραφές που αποτυπώνουν τα ονόματα σημαντικών προσωπικοτήτων που έζησαν στην πόλη, όπως ο Λακεδαιμόνιος στρατηγός Παυσανίας (βλ. Παράθεμα 2). Επιπλέον, οι επιγραφές αποτελούν μαρτυρίες για πτυχές της πολιτισμικής ζωής της πόλης και των τελετουργιών που λάμβαναν χώρα, όπως η μεγάλη εορτή των Βοσπορίων (βλ. Παράθεμα 3), οι τελετές προς τιμήν του Διονύσου (βλ. Παράθεμα 4) ή τα «πλοιαφέσια» προς τιμήν της Ίσιδας (βλ. Παράθεμα 5). Συνολικά, οι επιγραφές μάς δίνουν και άλλες χρήσιμες πληροφορίες, όπως είναι η ονοματολογία των κατοίκων, καθώς και τα ονόματα των μηνών ή το χρονολογικό σύστημα που ακολουθούνταν σε κάθε χρονική περίοδο.
Η πόλη του Βυζαντίου αρχικά δημιούργησε ένα δικό της σταθμητικό κανόνα που βασιζόταν σε νομίσματα από σίδηρο, τα οποία ήταν δύσκολο να παραχαραχθούν ή να εκδοθούν σε κίβδηλη μορφή. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια νομισματική μονάδα που να εξυπηρετεί με ασφάλεια τις εμπορικές συναλλαγές, καθώς ήταν σαφές ότι το εμπόριο θα αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά της βυζαντινής οικονομίας. Ωστόσο, το σύστημα αυτό δεν υπήρξε μακρόβιο. Ήδη κατά τον 4ο αι. π.χ.χ. βρίσκουμε νομίσματα Βυζαντίου (χάλκινες και αργυρές κοπές) με βάση τον περσικό σταθμητικό κανόνα, ενώ λίγο αργότερα (3ος αι. π.χ.χ.) δε λείπουν και τα νομίσματα που ακολουθούν το ροδιακό σταθμητικό κανόνα.
Στα νομίσματα της Κλασικής περιόδου συνηθέστερος τύπος είναι η απεικόνιση ταύρου ή αγελάδας επάνω σε δελφίνι στον εμπροσθότυπο και εμπίεστες κεραίες με ιστία ανεμόμυλου στον οπισθότυπο. Στο τέλος της Ελληνιστικής περιόδου και κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής κάνουν την εμφάνισή τους θεότητες στον εμπροσθότυπο (Δήμητρα, Διόνυσος, Άρτεμη κ.ά.), ενώ στον οπισθότυπο όχι σπάνια παριστάνεται το σύμβολο της πόλης, που αποτελείται από μια ημισέληνο με εγγεγραμμένο άστρο και την επιγραφή ΒΥΖΑΝΤΙΩΝ. Εναλλακτικό σύμβολο για τον οπισθότυπο σε όλες τις περιόδους, ιδιαίτερα όμως κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους, είναι
η τρίαινα του Ποσειδώνα. Κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους εμφανίζονται και χρυσές αυτοκρατορικές κοπές, που ακολουθούν τα γενικότερα πρότυπα που ίσχυαν στην αυτοκρατορία. Την ίδια εποχή εικονίζεται και ο οικιστής του Βυζαντίου, ο Βύζας, σε περιορισμένες κοπές.
Κατά την Ύστερη Κλασική και την Ελληνιστική περίοδο το Βυζάντιο βρισκόταν στην περίοδο της μεγαλύτερης ευμάρειάς του. Δεν υπήρχε λόγος για κάποια ανακατασκευή της πόλης. Κατά μία εκδοχή οι γηγενείς Ελληνες δεν θέλησαν να καταστραφούν τα ιερά των προγόνων τους, και εξαναγκάστηκαν…
να εγκαταλείψουν (στην ύπαιθρο, εις παγάν, παγανιστές) το ελληνικότατο αρχαίο Βυζάντιο στο έλεος πλέον των χριστιανών.
1. Για την εκδοχή αυτή του μύθου βλ. Στράβ. 7.320 και Ησ. 4.21. Ωστόσο, ο Ηρ. (4.44) αποδίδει τη ρήση αυτή στον Πέρση σατράπη Μεγάβαζο.
2. Η θρακική προέλευση του ονόματος ωστόσο μπορεί να αποτελούσε αντιδάνειο, καθώς είναι γνωστό ότι ήδη από την Αρχαϊκή περίοδο τα ονόματα αυτά είχαν διεισδύσει ακόμα και στο αττικό λεξιλόγιο.
3. Πλίν., ΦΙ 4.46.
4. Ιερώνυμος, Σύνοψις Ιστοριών και Κασσιόδωρος, Χρονικό (επιμ. Th. Mommsen, Cassiodori Senatoris Variae, Berolini 1894) Πρβλ. Κασσιόδωρος, Χρονικό (επ. Th. Mommsen, 1861).
8. Βλ. Διονύσιος Βυζάντιος, Ανάπλους Βοσπόρου, [= Dionysii Byzantii Anaplous Bospori, ed. R Gungerich (Berolini 1958)] και RE Suppl. III, 1118-1119, βλ. λ. “Byzantion” (R. Kubitchek). Η απόσταση των 5 σταδίων αντιστοιχεί σε περίπου 1 χλμ. και είναι μικρότερη από τη σημερινή. Αυτό όμως ενδέχεται να οφείλεται σε αλλαγή της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και σε ανθρώπινες επεμβάσεις, όπως οι επιχώσεις για τη δημιουργία του σημερινού Kad1rga L1man1.
11. Δίων Κ. 74.14.4 κ.ε.
12. Ησύχιος Μιλήτου 27.
13. Διονύσιος Βυζάντιος, Ανάπλους Βοσπόρου, [= Dionysii Byzantii Anaplous Bospori, ed. R Gungerich (Berolini 1958)].
14. Για δύο λιμένες κάνει λόγο ο Δίων Κ. 74.10.5. Η πληροφορία του Διονύσιου για τρίτο λιμένα δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον για την πρώιμη αυτή εποχή.
15. Για τα λιμάνια της πόλης βλ. τη μονογραφία Mόller-Wiener, W., Die Hδfen von Byzantion, Konstantinupolis, Istanbul (Tόbingen 1994).
17. Ο Ηρόδοτος (4.87) αναφέρει και ένα βωμό προς τιμήν της Άρτεμης Ορθωσίας, δεν είναι όμως βέβαιο αν ταυτίζεται με το ιερό της ίδιας θεάς που αναφέρει ο Ησύχιος (16).
18. Αρκετές επιγραφές πολιτικού ή ιδιωτικού χαρακτήρα ήταν αφιερωμένες στο ιερό του Απόλλωνα. Βλ. Παράθεμα 2.
19. Βλ. Μαλάλ. Ι. 291 κ.ε.· Πασχ. Χρον. Ι.494 κ.ε.
20. Βλ. Διον. Βυζ. 8.9, 6.12, 53.35.
21. Ηρ. 4.138.
22. Ηρ. 4.143 κ.ε., 5.26 κ.ε.
23. Ωστόσο, δεν είναι πολύ σαφές από τις πηγές αν οι πολίτες σύσσωμοι υποστήριξαν την επανάσταση. Είναι ενδεικτικό ότι στη ναυμαχία της Λάδης δεν περιλαμβανόταν ναυτική δύναμη των Βυζαντινών.
25. Ηρ. 6.33.
27. Θουκ. Ι 128-131.
28. Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία για το έτος 450 π.Χ. η εισφορά ήταν 15 τάλαντα και το ποσό διατηρήθηκε στα ίδια επίπεδα με μικρές αυξομειώσεις και τα επόμενα χρόνια . Βλ.CIA I 230. 233, 237, 239.
29. Θουκ. 2.9.4· Ξεν., Αν. 7.1.27. Οι εισφορές του μάλιστα αυξήθηκαν σε 21 τάλαντα. Βλ.CIA I, 259.
30. Διόδ. Σ. 12.82.2.
31. Ξεν., Ελλ. Ι.1.35.
32. Διόδ. Σ. 13.64.3 και 66.4· Ξεν., Ελλ. 1.3.2.
34. Διόδ. Σ. 14.12.
36. Διόδ. Σ. 16.76.
37. Ο Λέων ο Βυζάντιος συνέγραψε ένα επτάτομο έργο για την πολιορκία. Το έργο δεν έχει σωθεί, μια μικρή επιτομή όμως διασώζει ο Ιουστίνος (9.1).
38. Διόδ. Σ. 16.77.2 και CIA II 118.
42. Μέμνων Ηρακλεώτης 11 = FrGrH III 533. Ο αντισελευκιδικός αυτός συνασπισμός διατηρήθηκε και αναλάμβανε δράση όποτε οι συνθήκες το καλούσαν, όπως στα τέλη της δεκαετίας του 260 π.Χ., όταν οι δύο πόλεις αντιστάθηκαν εκ νέου στον Αντίοχο Β΄.
43. Σύμφωνα με το Διονύσιο Βυζάντιο (41.30), οι Βυζαντινοί αφιέρωσαν στον Πτολεμαίο Φιλάδελφο ένα ναό κοντά στο Παλινορμικό, τιμώντας τον έτσι για τα εδάφη που τους είχε παραχωρήσει στη Μικρά Ασία, καθώς και για άλλες δωρεές του.
44. Πολύβ. 4.47-52.
46. Πλίν., Επ. 77.
48. Το ανάγλυφο βρισκόταν ήδη σε δεύτερη χρήση στο παρακείμενο Φόρο του Θεοδοσίου.
Στράβων, Γεωγραφικά.
Ησύχιος 5· Στέφ. Βυζ., βλ. λ. ”Βυζάντιον”
Ησύχιος 8.9· Προκόπιος, Περί κτισμάτων Ι.5.
Ησύχιος, Mil. Patr. C 5 (FGH IV 147)
Ησύχιος 34. Πρβλ. Νικηφόρος Γρηγοράς Ι.305.
Σβορώνος, Ιω., ”Κερόεσσα, η μυθική του Βύζαντος μήτηρ”, Εφημερίς Αρχαιολογική 1889, 79.115.
http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CF%8D%CE%B6%CE%B1%CF%82
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaId=10948#endNote_1
http://www.istanbullife.org/history_of_istanbul.htm
http://www.agiotatos.gr/greekhistory/greekhistory/2009-07-21-16-05-51/2009-07-21-16-18-47.html
http://megaracity.blogspot.de/2010/12/blog-post.
https://averoph.wordpress.com/2012/11/08/
http://psifiakiparea.pbworks.com/w/page/
http://anakalipto.blogspot.com/2012/12/blog-post_7039.html#ixzz3RRb7F39f
http://constantinople.ehw.gr/Forms/fLemmaBody.aspx?lemmaid=10949
http://http—ellinon-anava.pblogs.gr/2015/02/byzas-kai-byzantio.html
…………………………………………………………………
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗ. ΤΟ ΛΑΒΑΡΟΝ ΚΑΙ Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ Ο…ΗΓΕΜΩΝ.
………………………………………………………………