« …;Ανδρών επιφανών πάσα γή τάφος …;»
Ήταν μία ανοιξιάτικη ημέρα του 2006, ηλιόλουστη και θερμή, όταν ο επισκέπτης – προσκυνητής βρέθηκε για μίαν ακόμη φορά στον Ιερόν χώρο των Θερμοπυλών, οδηγούμενος από μία εσωτερική παρόρμηση. Βυθισμένος σε ένα ποταμό σκέψεων και συντονισμένος με την ζωντανή ιστορία, η οποία αναδύονταν μέσα από το επιβλητικό τοπίο, περιφέρονταν στον τόπο της μεγάλης θυσίας, ιχνηλατώντας τα ιστορικά δρώμενα της μεγάλης των Θερμοπυλών μάχης επάνω στο έντονο ανάγλυφο της περιοχής.
Οι θερμές πηγές, τα ίχνη του Φωκικού τείχους, τα σημεία των στενών διαβάσεων, όπου οι ολίγοι λεοντόκαρδοι Έλληνες οπλίτες σταμάτησαν το μεγαλύτερο στην ιστορία στράτευμα των Περσών, ο διαμορφωμένος από προσχώσεις χώρος, όπου επιβλητικά ορθώνεται το άγαλμα του Λεωνίδα και τα μνημεία των Τριακοσίων Λακεδαιμονίων και των Επτακοσίων Θεσπιέων του Δημοφίλου και ο σιωπηλός λόφος του Κολωνού, έχαναν στα μάτια της φαντασίας του την σημερινή τους μορφή και έπαιρναν την μορφή, την οποίαν είχαν εκείνες τις πλέον ένδοξες τρείς θερινές ημέρες του έτους 480 π.Χ.
Με τον νού του να γυρίζει γύρω από την ιστορική περιγραφή της μάχης, την οποία με μεγάλη γλαφυρότητα διέσωσε ο Ηρόδοτος και με την εικόνα ενός ονόματος να παρεμβάλλεται συνεχώς στην σκέψη του, ο επισκέπτης – προσκυνητής ανηφόρισε αργά το δρομάκι προς το λόφο της τελικής θυσίας. Η εικόνα του ονόματος τον συνόδευε πάντα, γραμμένη με κεφαλαία αρχαϊκά γράμματα: ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ!!
Στάθηκε με ευλάβεια στην κορυφή του λόφου του Κολωνού, μπροστά στην μνημειακή επιγραφή «Ω ΞΕΙΝ ΑΓΓΕΛΛΕΙΝ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΟΙΣ ΟΤΙ ΤΗΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ», την στεφανωμένη με μπουκέτα αγριολούλουδα, τα οποία είχαν αφιερώσει στους ήρωες άλλοι προηγούμενοι προσκυνητές.
Πήρε μία βαθειά εισπνοή γεμίζοντας τους πνεύμονές του με την ύστατη ανάσα των ηρώων, η οποία εδώ και δυόμιση χιλιάδες περίπου χρόνια τώρα, έγινε ένα αχώριστο σύνολο με την ατμόσφαιρα του χώρου. Ξαφνικά κύματα συγκίνησης άρχισαν να ταράζουν το στήθος του. Όλα γύρω του μετουσιώθηκαν, πήραν μία άλλη υπόσταση. Τα κελαηδήματα των πουλιών σταμάτησαν να ακούγονται και η εικόνα του ονόματος, η οποία συνόδευε την σκέψη του, σαν σε όραμα, άρχισε να μεταμορφώνεται σταδιακά στην φαντασία του και να παίρνει την αιθερική μορφή ενός μεσήλικα άνδρα. Φαντάστηκε αυτή την μορφή να στέκει εκεί απέναντί του σαν οπτασία, επάνω στην μνημειακή επιγραφή, ενδεδυμένη με λευκό ιμάτιο και να τον χαιρετά χαμογελώντας μέσα από τα γκρίζα γένια, τα οποία σκίαζαν ένα γαλήνιο πρόσωπο. Φαντάστηκε ότι ήταν αυτός: Ο ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ Ο ΑΚΑΡΝΑΝ!!
Μονομιάς η ιστορία, σαν σε θεάτρου σκηνή, άρχισε να ξεδιπλώνεται πάλι εμπρός στα μάτια της ψυχής του επισκέπτη – προσκυνητή …; …;
Δεν υπάρχει Έλληνας, αλλά ούτε και άνθρωπος στη γή, διακατεχόμενος από φιλελληνικά αισθήματα, ο οποίος να μην γνωρίζει, ή έστω να μην έχει ακούσει για τον λέοντα της Σπάρτης, Ηρακλείδη Βασιλιά Λεωνίδα, και τους Τριακοσίους Σπαρτιάτες, οι οποίοι ηγούμενοι των Ελλήνων, έμειναν και θυσιάστηκαν στα στενά των Θερμοπυλών, μαχόμενοι κατά μυριάδων βαρβάρων, θεωρώντας ατιμία και προδοσία κατά των συμπολιτών τους την εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης, όταν η Ελληνική παράταξη κυκλώθηκε από το σώμα των αθανάτων του Υδάρνη, με την βοήθεια του προδότη Εφιάλτη. Λαμπρή και αιώνια είναι η δόξα τους και στην μνήμη τους έχουν αφιερωθεί και αφιερώνονται δικαίως μνημεία, λογοτεχνήματα, ονοματοθεσίες, τελετές και ταινίες.
Πολλοί ολιγότεροι, είναι οι Έλληνες, οι οποίοι γνωρίζουν κάτι για τον ήρωα Δημόφιλο, τον γιό του Διαδρόμη, τον στρατηγό του σώματος των Θεσπιέων και για τους Επτακοσίους Θεσπιείς, οι οποίοι αρνήθηκαν να υπακούσουν στην εντολή του Λεωνίδα και να υποχωρήσουν, όταν έγινε γνωστή η κυκλωτική ενέργεια των Περσών, πράγμα το οποίον έκαναν όλοι οι άλλοι Έλληνες, χωρίς αυτό να είναι κατακριτέο, επειδή έγινε με τον σκοπό της ανασυγκρότησης των δυνάμεών τους για την συνέχιση του αγώνα σε ευνοϊκότερες συνθήκες. Οι Θεσπιείς του Δημοφίλου όμως έμειναν εκεί και έπεσαν μαχόμενοι μέχρις ενός στο πεδίον της τιμής, διεκδικώντας αυτοβούλως το αριστείο της δόξας. Και είναι όντως άξιοι του θαυμασμού μας, διότι γι’ αυτούς δεν υπήρχε καμία δέσμευση να πράξουν ό,τι έπραξαν, πέραν της εσωτερικής των παρόρμησης, η οποία απαιτείται για να αποσπαστεί κάποιος από τον χώρο των γενναίων και να μετοικήσει στον χώρο των Ηρώων. Ένα λιτό μνημείο στο χώρο των Θερμοπυλών μαρτυρεί τον ηρωϊσμό τους και ίσως η μνήμη τους να τιμάται στην ιδιαιτέρα τους πατρίδα.
Πόσοι όμως Έλληνες γνωρίζουν για τον άλλο μεγάλο Ήρωα των Θερμοπυλών, τον ΜΕΓΙΣΤΙΑ ΤΟΝ ΑΚΑΡΝΑΝΑ; Ίσως μόνον ελάχιστοι.
Ακολούθησε το εκστρατευτικό σώμα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες οικιοθελώς, μαζί με τον μοναχογιό του, αφού στις Ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες συγκεντρώθηκαν στην Τραχίνα, δεν αναφέρονται Ακαρνάνες, τους οποίους συναντούμε συμμετέχοντες στον κοινόν αγώνα κατά των Περσών με οργανωμένο σώμα, αργότερα στις Πλαταιές. Ήταν μάντης και οιωνοσκόπος, καταγόμενος από το λαμπρό μαντικό γένος των Μελαμποδιδών, με γενάρχη τον Μελάμποδα και ένδοξους προγόνους τον Αντιφάτη, τον Οϊκλή, τον Αμφιάραο και τον Αμφίλοχο. Δυστυχώς ο ιστορικός των Περσικών πολέμων Ηρόδοτος, ο οποίος αφιερώνει μεγάλο μέρος της αφήγησής του για τα γεγονότα των Θερμοπυλών στον Μεγιστία, δεν μας αναφέρει ποιά Ακαρνανική πόλη ήταν η γενέτειρά του, αλλά η αναφορά του γένους του, προκρίνει σαν πιθανότερη πόλη καταγωγής του το Αμφιλοχικόν Άργος, ή κάποια άλλη πολίχνη στην περιοχή της αρχαίας Αμφιλοχίας. Ήταν αυτός που διείδε το ηρωϊκό τέλος των Θερμοπυλομάχων, πρίν ακόμη γίνει γνωστή στους Έλληνες η προδοσία του Εφιάλτη. Το γεγονός περιγράφεται χωρίς αμφισβήτηση από τον Ηρόδοτο:
«Τοίσι δε εν Θερμοπύλησι Ελλήνων πρώτον μεν ο μάντις Μεγιστίης εσιδών ες τα ιρά έφρασε τον μέλλοντα έσεσθαι άμα ηοί σφι θάνατον …;»
«Στους Έλληνες δε, οι οποίοι βρίσκονταν στις Θερμοπύλες, πρώτα – πρώτα ο μάντης Μεγιστίας, αφού εξέτασε τα σπλάχνα των σφαγίων, προείπε τον θάνατο, ο οποίος τους περίμενε την αυγή …;»
Ηροδότου Ιστορία Ζ΄(Πολύμνια) 219
Όταν η πληροφορία της περικύκλωσης του Ελληνικού στρατεύματος επιβεβαιώθηκε από αυτόμολους από το περσικό στρατόπεδο Έλληνες και στο πολεμικό συμβούλιο, το οποίο συνεκάλεσε ο Λεωνίδας, πάρθηκε η απόφαση οι Έλληνες να υποχωρήσουν για να μην εξολοθρευθούν, ώστε να φανούν χρήσιμοι στην Πατρίδα σε επόμενο αγώνα, ο μόνος ο οποίος εζήτησε να παραμείνει και να θυσιασθεί πολεμώντας μαζί με τους Λακεδαιμονίους και τους Θεσπιείς, ήταν ο μάντης ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ. Η ηρωϊκή του ψυχή και η ιστορία του λαμπρού και δοξασμένου του γένους, του υπέδειξαν τον μοναδικό δρόμο της θυσίας, η οποία θα του εξασφάλιζε την αιώνια δόξα και θα λειτουργούσε σαν φωτεινό παράδειγμα στους μεταγενέστερους. Ο ιερός αυτός άνδρας, ο εκτελών με περισσή ικανότητα τα καθήκοντα του μάντη και του οιωνοσκόπου, μέσα σε μία στιγμή μεταμορφώθηκε σε ατρόμητο πολεμιστή, καταθέτοντας την ίδια του την ζωή στο βωμό της Ελλάδος.
Ζήτησε μόνον από τον μονάκριβο γιό του να φύγει, για να μην πάψει να υφίσταται η γενιά του με το θάνατό του, γιατί δεν ήταν θεάρεστη πράξη στους Έλληνες η εξάλειψη των γενών. Κι αυτός, παρά την προτροπή του Λεωνίδα να αποχωρήσει, έμεινε εκεί μαχόμενος τις ορδές του Ξέρξη και καλωσορίζοντας τον θάνατο από τα βέλη και τα δόρατα των εχθρών «ανήρ γενόμενος άριστος». Ο πατέρας της ιστορίας Ηρόδοτος με θαυμασμό αναφέρει:
«Μαρτύριον δε μοι και τόδε ουκ ελάχιστον τούτου πέρι γέγονε, ότι και τον μάντιν ος είπετο τη στρατιή ταύτη, Μεγιστίην τον Ακαρνήνα, λεγόμενον είναι τα ανέκαθεν από Μελάμποδος, τούτον είπαντα εκ των ιρών τα μέλλοντά σφι εκβαίνειν, φανερός εστι Λεωνίδης αποπέμπων, ίνα μη συναπόληταί σφι. Ο δε αποπεμπόμενος αυτός μεν ουκ απέλιπε, τον δε παίδα συστρατευόμενον, εόντα οι μουνογενέα, απέπεμψε.»
«Ακλόνητη απόδειξη γι’ αυτό που λέω είναι και το εξής, ότι όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον μάντη που ακολουθούσε το στρατό, τον Ακαρνάνα Μεγιστία, που έλεγαν πως καταγόταν από τον Μελάμποδα, αυτόν που εξετάζοντας τα σφάγια είχε προφητεύσει εκείνα που έμελλαν να συμβούν, είναι γνωστό ότι ο Λεωνίδας κι αυτόν τον έδιωξε, για να μην απολεσθεί μαζί τους. Ο Μεγιστίας όμως, μολονότι τον έδιωχναν, δεν θέλησε να αναχωρήσει και έδιωξε μόνο τον μονάκριβο γιό του, που εξεστράτευσε μαζί τους.»
Ηροδότου Ιστορία Ζ΄(Πολύμνια) 221
Έμεινε λοιπόν ο Μεγιστίας στο πλευρό των χιλίων ηρώων και βρήκε τιμημένο θάνατο στις Θερμοπύλες την τρίτη και τελευταία ημέρα της μάχης. Το πλάτωμα μεταξύ των δύο στενών, όπου το πρωϊνό εκείνης της ημέρας έπεσε ηρωϊκά ο Λεωνίδας, ή ο λόφος του Κολωνού, όπου αργότερα συμπτύχθηκαν μαχόμενοι οι λιγοστοί Έλληνες, βαλλόμενοι πανταχόθεν και πολεμώντας προς όλες τις κατευθύνσεις με ανυπέρβλητο θάρρος και αυταπάρνηση, δέχθηκε το καταματωμένο από τις πληγές σώμα του και η ιερή Ελληνική γή ποτίστηκε από το τιμημένο αίμα του και από το τιμημένο αίμα των συμπολεμιστών του, για να αναζωογονηθεί το δένδρο της ελευθερίας, το οποίο κινδύνευε να μαραθεί κάτω από την επέλαση των βαρβάρων ορδών του Ξέρξη.
Οι Έλληνες της εποχής του, αφού έδιωξαν από την χώρα τους Πέρσες, τίμησαν τους νεκρούς ήρωες Θερμοπυλομάχους με μνημεία, επιγράμματα και επιτύμβιες στήλες. Στον μάντη Μεγιστία, ο Σιμωνίδης του Λεωπρέπη έγραψε και αφιέρωσε ιδιαίτερο επίγραμμα στο μνήμα του, σε ένδειξη τιμής και φιλίας προς εκείνον, επίγραμμα το οποίο διασώζει στην ιστορία του ο Ηρόδοτος μαζί με τα επιγράμματα των Σπαρτιατών και των Πελοποννησίων ως εξής:
«Μνήμα τόδε κλεινοίο Μεγιστία, όν ποτε Μήδοι
Σπερχειόν ποταμόν κτείναν αμειψάμενοι,
μάντιος, ός τότε κήρας επερχομένας σάφα ειδώς
ούκ έτλη Σπάρτης ηγεμόνα προλιπείν.»
«Αυτό είναι το μνήμα του δοξασμένου Μεγιστία, που οι Μήδοι
τον σκότωσαν, όταν πέρασαν τον Σπερχειό ποταμό,
του μάντη που αν και εγνώριζε καλά τον θάνατο που ερχόταν,
δεν θέλησε να εγκαταλείψει τον αρχηγό της Σπάρτης.»
Ηροδότου Ιστορία Ζ΄(Πολύμνια) 228
Αυτόν λοιπόν τον άνδρα οι Νεοέλληνες τον λησμόνησαν. Σε κανένα σημερινό ιστορικό δοκίμιο δεν αναφέρεται το όνομά του. Η περιοχή η οποία τον γέννησε, η Ακαρνανία, έχει πλήρη άγνοια της ύπαρξής του. Κανένα μνημείο του δεν στήθηκε στον τόπο του, ούτε μία οδός ή κάποιος δημοτικός χώρος δεν φέρει το δοξασμένο όνομά του. Η λήθη βασιλεύει εκεί όπου κάποτε η τιμή προς τους ήρωες ήταν πρώτιστο καθήκον. Μόνο το λιτό χάραγμα του ονόματός του στην βάση του ανδριάντα του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, μαρτυρεί στους περαστικούς, την ύπαρξή του …;.
Αυτές οι σκέψεις περνούσαν από το νού του επισκέπτη – προσκυνητή, όση ώρα στεκόταν μπροστά στην μνημειακή επιγραφή, στην κορυφή του λοφίσκου του Κολωνού, εκεί όπου η Ιστορία έγραψε την τελευταία πράξη της μεγαλειώδους θυσίας των Θερμοπυλομάχων και η δόξα στεφάνωσε τους ήρωες. Μετά η φανταστική οπτασία του ΜΕΓΙΣΤΙΑ έσβησε από τα μάτια της ψυχής του και ο χώρος πήρε πάλι την τωρινή του μορφή. Τα πουλιά συνέχιζαν το χαρούμενο εαρινό κελάηδημά τους και ο μεσημβρινός αέρας συμπλήρωνε την ευχάριστη συμφωνία με το θρόϊσμα των δένδρων.
Ο επισκέπτης – προσκυνητής έκοψε τρία κλωνάρια από την αγριελιά η οποία βλαστάνει στον καθαγιασμένο από το Ελληνικό αίμα χώρο του Κολωνού, έπλεξε τρία στεφάνια και τα απέθεσε ευλαβικά επάνω στην μνημειακή επιγραφή. Ένα για τον Λεωνίδα και τους Τριακοσίους Σπαρτιάτες, ένα για τον Δημόφιλο και τους Επτακοσίους Θεσπιείς και ένα για τον συμπατριώτη του, ήρωα ΜΕΓΙΣΤΙΑ ΤΟΝ ΑΚΑΡΝΑΝΑ. Στεφανώνοντάς τον, άφησε το δάκρυ, το οποίο όλη την ώρα πίεζε βασανιστικά την άκρη των ματιών του, να κυλίσει επάνω στην μνημειακή επιγραφή, σαν υπέρτατη τιμή και σαν εξιλέωση για όλους τους σημερινούς επιλήσμονες Ακαρνάνες και Έλληνες …;.
Για την εκπλήρωση εσωτερικής ανάγκης
και ιερού καθήκοντος.
ΜΕΓΙΣΤΙΑΣ.